Πίνδαρος και Ολυμπιόνικοι: οι δυο αυτές λέξεις από τον τίτλο του θέματός -μου αντηχούν-θαρρείς-μέσα από τη σήραγγα του χρόνου τις ιαχές των αθλοθεατών του χώρου της αρχαίας Ολυμπίας, του χώρου που τον ζώνει η δασωμένη Άλτις και τον επιστέφει ο Κρόνιος ιερός λόφος. Εδώ, καθώς αναδύεται σκόνη από τη γη και ιδρώτας από τα σφριγηλά κορμιά, που αγωνίζονται στον αθλητικό στίβο, κάνουν αξεδιάλυτο σμιγάδι, όπου βλασταίνει το κλαδί της αγριελιάς, ο κότινος της τιμής, της αξιοσύνης, της ένδοξης επινίκιας διάκρισης κάτω από το βλέμμα των αόρατων αλλά παρόντων θεοτήτων του Ερμή, του Απόλλωνα, του Διόνυσου, του Αχελώου και της Αφροδίτης, που οι αθλητές επικαλούνταν ως εναγώνιους, δηλ. προστάτες αδέκαστους των αγώνων-τους.

Τα ποιήματα του Πίνδαρου, οι επίνικοι, δοξάζουν τον κάθε πρωταθλητή χωριστά, ενώ στο σύνολό-τους γίνονται φωτεινό στεφάνι, που φέρει στην κεφαλή-του ο ίδιος ο ποιητής ως νικητής στον στίβο της λυρικής ποίησης και ως νικητής στη δοκιμασία του χρόνου. Γι’ αυτό, κι εμείς, σύγχρονοι θαυμαστές-του, τον φανταζόμαστε να φωτοβολεί ανάμεσα στη χορία των μεγάλων διανοιών του πνευματικού Παρνασσού της αρχαιότητας.

Πριν προχωρήσω στη σχέση του Πίνδαρου με τους επίνικους και μάλιστα με τους Ολυμπιόνικούς-του, θα παρουσιάσω μερικά βιογραφικά στοιχεία της αδαμάντινης αυτής μορφής, τέκνου της Βοιωτίας και της αειθαλούς δόξας του αρχαιοελληνικού αθλητικού ιδεώδους.

Ο Πίνδαρος γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα, το 518 π.Χ., τον καιρό που διεξάγονταν οι πανελλήνιοι αγώνες στους Δελφούς, τα Πύθια, χρόνος σημαδιακός για τον μελλοντικό υμνωδό του αθλητικού πνεύματος.

Τ’ όνομα του πατέρα-του ήταν Δαΐφαντος, ενώ της μητέρας-του ήταν Μυρτώ. Με τη ζωή-του συνδέονται δύο ανέκδοτα. Το πρώτο προσηματοδοτεί την ποιητική σταδιοδρομία-του, με την κερήθρα που κατασκεύασαν οι μέλισσες στα χείλη-του, όταν, σύμφωνα με την παράδοση-κατάκοπος, μετά από κυνήγι, αποκοιμήθηκε στον Ελικώνα. Τόπος των Μουσών ο Ελικώνας, όπου ενέπνευσαν την ποίηση στον βοσκό Ησίοδο, δεν είναι βουνό τυχαίο για το λαμπρό ποιητικό-του μέλλον, που προοιωνίζει η κερήθρα στα χείλη-του. Χείλη-όργανο άρθρωσης της ομιλίας και μέλι της γλυκιάς ποίησης και ο Πίνδαρος αοιδός μελίρρυτος.

Το δεύτερο ανέκδοτο αναφέρεται στον θάνατό-του. Σύμφωνα με αυτό, ο Ποιητής είχε συνθέσει ύμνο προς τον Άμμωνα-Δία και ο θεός, ανταμείβοντάς-τον για την ευσέβεια, του χάρισε το καλύτερο δώρο, το θάνατο στο Άργος σε ηλικία 72 ετών. Έτσι, στην περίπτωση του Πίνδαρου, ο θάνατος σφράγισε μια επιτυχημένη κι ευτυχισμένη ζωή, απαλλάσσοντάς-τον από ενδεχόμενες αντιξοότητες και το βάρος των προχωρημένων γηρατειών.

Σπούδασε μουσική στην Αθήνα και ταξίδεψε, ως εκπαιδευτής του χορού των επίνικων ωδών-του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ελληνικές αποικίες. Τους επίνικους ο Ποιητής τους έγραψε για χάρη των νικητών στους πανελλήνιους αγώνες έναντι αμοιβής.

Ο Πίνδαρος έγραψε πολλών ειδών ποιήματα, όπως: ύμνους, εγκώμια, θρήνους, επίνικους, παρθένια, παιάνες, διθύραμβους, προσόδια και υπορχήματα. Ακέραιοι, όμως, σώζονται μονάχα οι επίνικοί-του, που διακρίνονται, σύμφωνα με τον χρόνο σύνθεσης και τον τόπο, όπου τελέστηκαν οι πανελλήνιοι αγώνες, σε Ολυμπιόνικους, Πυθιόνικους, Ισθμιόνικους και Νεμεόνικους.

Η δομή των επίνικων ποιημάτων-του είναι τριμερής. Συνηθέστερα αρχίζουν με την προσφώνηση σε μια θεότητα, ύστερα αναφέρεται το είδος του αγώνα, όπου ο νικητής διακρίθηκε, την πατρίδα-του, το πατρώνυμο κι ενδεχομένως παλαιότερες νίκες του ίδιου ή της οικογένειάς-του. Ακολουθεί η αφήγηση ενός μύθου, που παρουσιάζει αναλογίες με το νικητή. Με τον τρόπο αυτό εξυψώνει τον πρωταθλητή στη σφαίρα του μύθου. Στο τρίτο μέρος ο Ποιητής επανέρχεται στη νίκη του τιμώμενου αθλητή, αφιερώνει ορισμένες σκέψεις για την τέχνη-του ως ποιητή κι εύχεται ο νικητής να κερδίσει και άλλες διακρίσεις. Εννοείται, βέβαια, πως το παραπάνω σχήμα δεν τηρείται πάντα χωρίς κάποιες αποκλίσεις.

Η γλώσσα των επίνικων είναι η δωρική διάλεκτος, καθόσον ανήκουν στη χορική λυρική ποίηση, που εκτελείται από τα μέλη του χορού. Στη γλώσσα των επίνικων του Πίνδαρου απαντούν, επίσης, μερικοί αιολισμοί, καθώς και βοιωτικοί τύποι από την πατρίδα-του, αλλά και ιωνικά στοιχεία από τα έπη του  Ομήρου.

Ο Πίνδαρος έχει απόλυτη συνείδηση της μεγάλης αξίας που μετράει η ποιητική-του δημιουργία και αυτό του επιτρέπει να παρομοιάζει τον εαυτό-του με τον αετό, σύμβολο του ύψιστου θεού, του Δία. Την αξία-του, όμως, δεν αποδίδει μονάχα στις προσωπικές ικανότητές-του, αλλά στο συνδυασμό της ατομικής προσπάθειας και του επαγγελματικού μόχθου με την έμπνευση που προέρχεται από τις Μούσες. Αυτές, ως θυγατέρες της Μνημοσύνης, που προσωποποιεί τη συλλογική μνήμη, θα του μεταφέρουν τη γνώση του μυθικού παρελθόντος, που θα την μπολιάσει στις ωδές-του. Έτσι, λοιπόν, γίνεται ποιητής-προφήτης (poeta-vate) των Μουσών και μεταδίδει τ’ απρόσιτα και ακατανόητα από τους απλούς ανθρώπους, που θα τα κάνει προσιτά με το δικό-του λόγο.

Στην αυστηρή δομική και μετρική οργάνωση των ωδών, έρχονται να προστεθούν τολμηρές εικόνες, σπάνιες και δυσνόητες λέξεις, νεόκοποι επιθετικοί προσδιορισμοί, χαοτικά ασύνδετα, συναισθησίες που ξαφνιάζουν, παράξενοι συνειρμοί και αγεφύρωτα υπερβατά.

Στην ποίησή-του υπογραμμίζει συχνά την ανάγκη οι πλούσιοι να επενδύουν σε ποιητικά δημιουργήματα, ως χορηγοί, για ν’ απαθανατιστούν, καθόσον τα ποιήματα και μάλιστα ενός μεγάλου της ποίησης, όπως του ίδιου, είναι κατά πολύ πιο ανθεκτικά στο χρόνο από ανδριάντες και δημόσια οικοδομήματα, που απειλούνται από τα στοιχεία της φύσης και τη φθορά του χρόνου. Αντίθετα, τα ποιήματα αποθαυμάζονται από πολλούς σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως τονίζει ο ίδιος.

Ο Πίνδαρος βάζει για στόχο να μεταδώσει την αλήθεια. Γι’ αυτό επιφέρει διορθώσεις και βελτιώσεις ακόμα και σε καθιερωμένους μύθους.

Ο Ποιητής διακρίνεται για τη βαθειά θρησκευτικότητά-του. Αναγνωρίζει τους θεούς ως παντογνώστες, αθάνατους, παντοδύναμους και μόνιμα ευτυχισμένους. Αντίθετα, όμως, ήρωες, γνωστοί για τη μεγάλη κάποτε καλοτυχία τους, δεν μπόρεσαν, τελικά, να αποφύγουν τη δυστυχία, όπως ο Πηλέας, ο Τάνταλος και άλλοι. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να είναι μετρημένος και ν’ αποφεύγει τις ασεβείς και υπερφίαλες πράξεις. Αν και ο πόνος είναι αναπόφευκτος για τον άνθρωπο, μοναδική πηγή ευτυχίας είναι η σωφροσύνη και κοινός παρονομαστής όλων των ωδών είναι το δελφικό «γνώθι σ’ αυτόν».

Ο περιορισμένος χρόνος της εισήγησης μου επέβαλε την ανάγκη να επιλέξω ανάμεσα στους επίνικους του Πινδάρου τρεις μόνο από τους 14 Ολυμπιόνικούς-του. Και αυτό γιατί οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι ανώτεροι απ’ όλες τις πανελλήνιες αθλητικές εκδηλώσεις. Άλλωστε, και ο Πίνδαρος εύχεται ρητά σε νικητές, που ήρθαν πρώτοι σε άλλους αθλητικούς χώρους, ν’ αξιωθούν ν’ αποσπάσουν τη νίκη και στην Ολυμπία.

Ο πρώτος Ολυμπιόνικος γράφτηκε για τον Ιέρωνα, τον γενναίο και φιλόμουσο άρχοντα-κυβερνήτη των Συρακουσών, νικητή σε αρματοδρομία το 476 π.Χ.

«Πάνω απ’ όλα-ψάλλει-είναι το νερό και το χρυσάφι

σαν μια φωτιά που καίει

ξεχωρίζει μέσα στη νύχτα απ’ τον αλαζονικό πλούτο πιο πολύ.

Ωστόσο, αν αγώνες να τραγουδάς λαχταράς, καρδιά-μου,

μην ψάχνεις πια από τον ήλιο

άλλο φωτεινό αστέρι πιο λαμπρό μέσα στη μέρα στον έρημο (από αστέρια) αιθέρα

κι ούτε να πούμε αγώνα ανώτερο από τον Ολυμπιακό

…………………………………………………………………………………………….

Η δομή του πρώτου Ολυμπιόνικου είναι η ακόλουθη: εγκώμιο των Ολυμπιακών αγώνων, εγκώμιο του Ιέρωνα, ξετύλιγμα του μύθου του Πέλοπα, εγκώμιο της νίκης και του νικητή, ευχές για το νικητή, καθώς και για τον ποιητή.

Ο Πίνδαρος, για να τονίσει την αξία των Ολυμπιακών αγώνων, κάνει σύγκριση υπεροχής των αγώνων αυτών με τους άλλους πανελλήνιους αγώνες. Έτσι, μας λέει ότι όπως το νερό είναι το υπέρτατο αγαθό της ζωής, όπως ο χρυσός ξεπερνάει κάθε μορφή πλούτου, όπως ο ήλιος, ανάμεσα στ’ άλλα αστέρια, είναι το πιο λαμπερό άστρο, παρόμοια και οι αγώνες της Ολυμπίας είναι ανώτεροι απ’ όλους τους άλλους.

Μετά το προοίμιο, μέρος του οποίου παράθεσα προηγουμένως, ακολουθεί το εγκώμιο του νικητή της ιπποδρομίας, απ’ όπου ο Ποιητής οδηγείται συνειρμικά στον μύθο του Πέλοπα. Ο ήρωας αυτός ήρθε στην Ήλιδα από τη μικρασιατική Φρυγία και νίκησε, όπως και ο Ιέρων, σε αρματοδρομία τον Οινόμαο, βασιλιά της περιοχής, και πήρε για έπαθλο την κόρη-του Ιπποδάμεια.

Στον τρίτο Ολυμπιόνικό-του ο Πίνδαρος εγκωμιάζει τον Θήρωνα, άρχοντα-κυβερνήτη του Ακράγαντα της Σικελίας, που νίκησε κι αυτός σε αρματοδρομία και που η απώτερη καταγωγή-του αναγόταν στον βασιλικό οίκο των Θηβών.

Στο προοίμιο του επίνικου τον ακούμε να υμνεί:

«Τους φιλόξενους Τυνδαρίδες να ευχαριστήσω

και την ομορφοπλέξουδη Ελένη

εύχομαι, καθώς δοξολογώ τον ξακουστό Ακράγαντα,

αφού έστησα τον Ολυμπιόνικο ύμνο του Θήρωνα,

των ακούραστων στα πόδια

αλόγων το παίνεμα. Η Μούσα μου παραστάθηκε,

καθώς βρήκα τρόπο νέο και λαμπρό

να συνταιριάξω με το δωρικό αχνάρι τη φωνή

που λαμπρύνει τη γιορτή.

……………………………………………………………………………………

Ο Πίνδαρος συνδυάζει στον ύμνο αυτό τη νίκη του Θήρωνα με τη γιορτή των Θεοξενίων, που γινόταν προς τιμή των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη, δίδυμων γιων του Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης, και αδελφών της ωραίας Ελένης.

Στον ύμνο εγκωμιάζεται ο Ηρακλής ως ο ιδρυτής των Ολυμπιακών αγώνων. Ύστερα εγκωμιάζονται οι Διόσκουροι, που ανέλαβαν τη συνέχιση των αγώνων, ως αθλητές που ήταν, ιδιαίτερα ικανοί σε ιππικούς αγώνες.

Ο Πίνδαρος, εγκωμιάζοντας το νικητή στο τέλος του ύμνου, θα μας πει ότι ο Θήρωνας έχει φτάσει ως το τέρμα της Οικουμένης, όπου ο Ηρακλής έστησε ως έσχατο όριό-της τις περίφημες Ηράκλειες στήλες, ανάμεσα από Ισπανία και Μαρόκο, το σημερινό Γιβραλτάρ, γιατί, όπως καταλήγει:

«πιο πέρα από αυτές δεν μπορούν να πάνε μήτε σοφοί μήτε άσοφοι».

Στη σημείο που ο Πίνδαρος μας λέει ότι: «το στέφανο […] της τιμής από κλαδιά της γλαυκοπράσινης ελιάς, που έναν καιρό από τις σκιερές του Ίστρου τις πηγές, την έφερε ο γιος του Αμφιτρίωνα (Ηρακλής) ως ασύγκριτο βραβείο του νικητή της Ολυμπίας», στο σημείο αυτό-επαναλαμβάνω-όχι τυχαία πλάθει μια δική-του μυθολογική πληροφορία, για να τονίσει την προέλευση της αγριελιάς των αγώνων από ιερό χώρο, όπως ήταν ο θρυλούμενος παράδεισος των Υπερβορείων, παράδεισος που απλωνόταν πέρα από τον Ίστρο, τον γνωστό-μας Δούναβη, όπου ασφαλώς η ελιά δεν ευδοκιμούσε.

Άλλωστε, «η ελαία η καλλιστέφανος», όπως χαρακτήριζαν την «ελιά για ωραία στεφάνια» ήταν τόσο ιερή, ώστε το κλαδί για το νικητή έπρεπε να το κόψει με χρυσό δρεπάνι αγόρι, του οποίου και οι δυο γονείς ήταν εν ζωή, δηλαδή τέλειος νέος, άθικτος ακόμη από τη μοίρα των θνητών, τη μοίρα του θανάτου.

Η δόξα του νικητή Θήρωνα, που ο Πίνδαρος εξυψώνει και την προβάλλει ν’ αγγίζει τις Στήλες του Ηρακλή, που ορίζουν τα πέρατα της Οικουμένης, υποδηλώνει ότι οι Έλληνες μάχονται στους αγώνες ανελέητα για ένα και μοναδικό σκοπό: τη νίκη!

Ο Πίνδαρος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει γιατί μετράει τόσο πολύ η νίκη: σ’ αυτή την ακτινοβόλα στιγμή, ο άνθρωπος στέκεται στην άκρη του απόλυτου, της λεπτής γραμμής που χωρίζει το θνητό άνθρωπο από τον αθάνατο θεό. Του απόλυτου, γιατί η σύντομη ζωή και οι δυνάμεις-μας είναι ένα τίποτα σε σύγκριση με την ατέλειωτη λάμψη και το μεγαλείο του ουράνιου Ολύμπου. Στον έκτο Νεμεόνικό-του ο Ποιητής θα μας πει ότι «μοιάζουμε, κατά κάποιον τρόπο, με τους αθάνατους στη μεγαλοσύνη του νου και του κορμιού το διώμα», δηλ. την εμφάνιση.

Αν ο Ζευς αντιπροσωπεύει τη φυσική τάξη σε όλο-της το μεγαλείο, εμείς, ως μέρος αυτής της τάξης, μπορούμε, εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις-μας, να γευτούμε κάτι από το μεγαλείο-Του, με το να γίνουμε δοχείο-καθρέφτης της θεϊκής ανταύγειας.

Η οριακή φιλοδοξία, που τείνει ν’ αγγίξει το θείο, πάει τον συνειρμό στην άποψη του Σοπενχάουερ, που συνέλαβε διαισθητικά, μέσα από βαθύ υπαρξιακό ένστικτο, την ευγενή φιλοδοξία ως απόδειξη της μεταφυσικής διάστασης στον άνθρωπο, που τον σφραγίζει ως πρόσωπο και τον προεκτείνει πέραν του τάφου.

 

Τον 14ο Ολυμπιόνικο και τελευταίο της εισήγησής-μου θα τον ακούσουμε ακέραιο, καθώς είναι σχετικά σύντομος, ενώ επιπλέον αναφέρεται στον ευρύτερο χώρο της βοιωτικής πατρίδας-του.

Ο Ποιητής συνέθεσε τον επίνικο τούτο, για να τιμήσει τη νίκη σε αγώνα δρόμου παίδων, περίπου 192 μέτρων, που πέτυχε ο νεαρός Ασώπιχος από τον Ορχομενό της Βοιωτίας το 488 π.Χ. και είναι ο παλαιότερος απ’ όλους τους Ολυμπιόνικούς-του:

 

«Σεις-ψάλλει-που με κλήρο του Κηφισού τα νερά

πήρατε κι όσες μένετε στη χώρα με τα όμορφα άλογα,

ω, πολυτραγουδημένες βασίλισσες Χάριτες

του πλούσιου Ορχομενού, των αρχέγονων Μινυών προστάτριες,

ακούστε με, καθώς σας δέομαι. Γιατί με τη δική σας βοήθεια δίνονται

όλα τα ευχάριστα και τα γλυκά στους θνητούς,

είτε ικανός είτε όμορφος είτε δοξασμένος γίνεται κανείς.

Γιατί ούτε οι θεοί χωρίς τις σεβαστές Χάριτες

στήνουν χορούς και συμπόσια· αλλ’ αυτές αποθηκάρισσες

όλων των πραγμάτων στον ουρανό, έχοντας στήσει τους θρόνους- τους

πλάι στον χρυσότοξο Πύθιο Απόλλωνα λατρεύουν την αιώνια τιμή του Ολύμπιου πατέρα.

Αφέντρα μου Αγλαΐα

και συ φίλη των τραγουδιών Ευφροσύνη, του τρανού θεού

κόρες, ακούστε με τώρα, και συ Θαλία,

που είσαι ερωτευμένη με το τραγούδι, βλέποντας αυτόν τον γιορταστικό όμιλο

που με καλή τύχη προχωρεί με βήματα ελαφρά.

Γιατί για τον Ασώπιχο ήρθα να ψάλω με λυδική αρμονία και με προπαρασκευή,

καθώς η Μινύεια νίκησε σε αγώνες Ολυμπιακούς από δική σου χάρη. Τώρα στο μαυρότοιχο παλάτι

της Περσεφόνης πήγαινε, Ηχώ, για να δώσεις στον πατέρα το δοξασμένο μήνυμα,

για να πεις, όταν δεις τον Κλεόδαμο, πως ο γιος-του στεφάνωσε

στη δοξασμένη αγκαλιά της Πίσας (Ολυμπίας) το νεανικό κεφάλι- του με τα φτερά δοξασμένων αγώνων».

Ο επίνικος παρουσιάζει την ακόλουθη απλή δομή: αρχικά έχουμε επίκληση κι εγκώμιο των Χαρίτων, μνεία της νίκης του Ασώπιχου και του χορού των παιδιών, που συνοδεύουν το συνομίληκό-τους νικητή, καθώς πηγαίνουν να καταθέσουν στεφάνι στο ιερό των Χαρίτων. Επίκληση έπειτα στην Ηχώ, που ως προσωποποιημένη οντότητα του ήχου, καλείται να μεταβιβάσει την είδηση για τον θρίαμβο του νικητή στον πεθαμένο πατέρα-του στο βασίλειο της Περσεφόνης.

Στον πρώτο στίχο αναφέρεται ο Κηφισός και η αλογοτρόφα χώρα του Ορχομενού, που έχει αφέντρες προστάτριες τις τρεις Χάριτες. Γι’ αυτό στον Ορχομενό τελούνταν γιορτή, τα Χαριτήσια, με μουσικούς αγώνες. Από αυτές η Αγλαΐα ήταν προσωποποίηση της λαμπρότητας, η Ευφροσύνη της χαράς και η Θαλία της άνοιξης.

Οι Χάριτες, κατά την αρχαία αντίληψη, που εκφράζει με σαφήνεια εδώ ο Πίνδαρος, είναι αυτές που προικίζουν τους ανθρώπους με χαρίσματα, όπως ικανότητα, ομορφιά ή και με δόξα, και που χωρίς αυτές, δηλ. χωρίς χάρη, μήτε οι θεοί στήνουν χορούς μήτε συμπόσια, γιατί αυτές-μας λέει ο Πίνδαρος-είναι αποθηκάρισσες όλων των πραγμάτων στον ουρανό: «πάντων ταμίαι έργων εν ουρανώ», καθώς μένουν κοντά στον Πύθιο Απόλλωνα και υμνούν την αιώνα δόξα του Ολύμπιου πατέρα.

Οι Χάριτες συνοικούν με τις Μούσες και γι’ αυτό-όχι τυχαία-ταυτίζονταν με αυτές. Μούσες και Χάριτες είχαν ιδιαίτερο δεσμό με τη γη της Βοιωτίας, γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε να εκφράσω μερικές απόψεις γύρω από την υπόσταση βάθους των θεοτήτων αυτών.

Οι Μούσες είναι κόρες του Δία, του Δία ως πρωταρχική πηγή θεϊκής ουσίας, και της Μνημοσύνης, η οποία, ως μνήμη, δίνει την εν χρόνω συνοχή στην ύπαρξη και την πρόοδο της ζωής και του κόσμου. Οι Μούσες προσωποποιούν τις θεϊκές ουσίες ως ποιότητες, με βάση τις οποίες δημιουργείται το φαινόμενο κόσμος-ζωή, ενώ οι Χάριτες τις διανέμουν και διακοσμούν, στολίζουν τον κόσμο. Χάρις σημαίνει, μεταξύ των άλλων εννοιών, και δωρεά, καθώς χαρίζουν/ δωρίζουν τα αγαθά των Μουσών, που θεωρούνταν αρχαιότερες από τους θεούς, οι οποίοι χωρίς ποιότητες δε θα μπορούσαν να πάρουν υπόσταση, να υπάρξουν.

Ο Πίνδαρος, ευνοούμενος των Χαρίτων και των Μουσών, βαλσάμωσε με το μέλι της ποίησής-του τη νίκη των πρωταθλητών και την απαθανάτισε, για να τη χαίρονται όχι μόνο οι σύγχρονοί-του αλλά και οι γενεές που ακολούθησαν. Έτσι, το νικητή των αρχαίων αγώνων δε στεφάνωνε μονάχα ο κότινος, το κλαδί αγριελιάς, σύμβολο λιτό, βραβείο-αναγνώριση της σωματικής δεξιότητας, αλλά και ο πνευματικός στέφανος, ο επίνικος ενός Πίνδαρου, ενός Βακχυλίδη, ενός Συμωνίδη κι άλλων ομοτέχνων-τους.

Η τότε ελληνική στάση ζωής είχε συνολική και όχι μονόπλευρη θεώρηση της ανθρώπινης υπόστασης: «νους υγιής εν σώματι υγιεί». Αυτό ήταν το βασικό ιδεολόγημα που, ωστόσο, το «πρώτος έμμεναι και υπείροχος άλλων», δηλ. «να είσαι πρώτος και να υπερέχεις από τους άλλους»,  καθώς και το «αιέν αριστεύειν» το μετρίαζαν με το «μηδέν άγαν» (τίποτε υπερβολικό) ή το συνώνυμό –του «παν μέτρον άριστον», για να τα στρέψουν και να τα κάνουν να συγκλίνουν όλα στο «γνώθι σ’ αυτόν», που συνιστά πνευματικό άθλημα αυτογνωσίας, όπου ο άνθρωπος αναγνωρίζει στο βυθό της ενδοσκόπησης τον θεϊκό σπινθήρα που ζωογονεί την υπόστασή-του. Είναι αυτός ο θεϊκός σπινθήρας, που του υποδεικνύει την ανάγκη να διανύσει τον εσωτερικό μαραθώνιο δρόμο της ανώτερης αποστολής-του, βγάζοντάς-τον από το τέλμα του μηδενισμού.

Οι αρχαίοι αθλητικοί αγώνες αποτελούσαν μέρος των θρησκευτικών εορτών και πραγματοποιούνταν υπό την αιγίδα της θρησκευτικής εξουσίας. Μαζί με την τραγωδία, το θέατρο, την ποίηση και τη μουσική, οι αθλητικοί αγώνες αποτελούσαν μέρος της θρησκευτικής πίστης και της λατρείας των παλαιών Ελλήνων. Γι’ αυτό, η επίνικος ποίηση του Πινδάρου, καθώς εντάσσεται στους αθλητικούς αγώνες, είναι κομμάτι-τους συμπληρωματικό με το να είναι η πνευματική προέκτασή-τους.

Από το βήμα τούτο συγχαίρω τους συντελεστές της εκδήλωσης αυτής, που εμπνεόμενοι από τα ιδεώδη της αρχαίας Αμφικτυονίας και των Ολυμπιακών αγώνων, καλλιεργούν και προβάλλουν το πρότυπο για μια ζωή, που τη διακρίνουν η αδιάπτωτη τάση για συναδέλφωση των λαών, η σωματική και πνευματική καλλιέργεια, η ευθύνη απέναντι στη ζωή και την Ιστορία, τα μόνα ιδανικά για να θεωρούμαστε εμείς οι άνθρωποι επάξια η κορωνίδα των όντων πάνω στον πλανήτη Γη.

 

Βιβλιογραφία

 

  • Πίνδαρος: Επίνικοι, Ολυμπιόνικοι, Ισθμιόνικοι, Προλεγόμενα από Δ. Ιακώβ. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια από Θ.Γ. Μαυρόπουλο, τόμος Α΄, Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ.
  • Λυρική Ποίηση. D.C. Carne Ross. Πίνδαρος Τόμος Β΄. Μετάφραση από Ι.Ν. Καζάζη και Αλέξ. Καζάζη. Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ.

 

  • Πινδάρου Επίνικοι. Πυθιόνικοι, τόμος Α΄ Μετάφραση Γ. Οικονομίδης, Εισαγωγή και σχόλια Δ. Ιακώβ. Εκδόσεις Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη.

 

 

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΥΣΜΠΟΥΚΗΣ (από την εισήγησή-του στο Α΄ Παγκόσμιο Συνέδριο των Αμφικτυόνων. Θεσ/νίκη 4-12-2023).