Τεράστια υποστελέχωση στους κρίσιμους κλάδους της Υγείας και της Παιδείας σε σχέση με τα  άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ διαπιστώνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σε ειδική μελέτη του για το Δημόσιο. Ειδικά στην Παιδεία το πρόβλημα το προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό η κρίση, ενώ στην Υγεία προϋπήρχε με βάση τους αριθμούς (και βεβαίως εντάθηκε).

Αντιθέτως, ενώ συνολικά τηρείται ο κανόνας προλήψεων/ αποχωρήσεων και ο αριθμός  των υπαλλήλων είναι ανάλογος του μέσου όρου της ΕΕ, στο «στενό» δημόσιο μετά το 2014 παρατηρείται συνεχής αύξηση του προσωπικού τα τελευταία έτη…

Η μελέτη

Στην μελέτη «Αριθμός φορέων, προσωπικό και δαπάνες μισθοδοσίας της Γενικής Κυβέρνησης: Μια επισκόπηση της εξέλιξής τους κατά τα τελευταία έτη» το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, εξετάζει τη διαχρονική εξέλιξη, ιδίως κατά τα τελευταία έτη της μακράς περιόδου οικονομικής προσαρμογής της χώρας, τριών βασικών παραμέτρων του δημόσιου τομέα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης: του αριθμού των σχετικών φορέων, του απασχολούμενου προσωπικού και της μισθολογικής δαπάνης.

Τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση είναι πως ο αριθμός των φορέων της Γεν. Κυβέρνησης παρέμεινε σχετικά σταθερός κατά τα τελευταία έτη, ο αριθμός των εργαζομένων, μετά τη μεγάλη υποχώρηση που εμφάνισε κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, έχει κατά βάση σταθεροποιηθεί στα νέα χαμηλότερα επίπεδα και οι δαπάνες για αμοιβές του προσωπικού εμφάνισαν αύξηση την περίοδο 2013-2017: από τα 15.603 εκατ. ευρώ το 2014 στα 16.215 το 2017 (σ.σ. δεν υπάρχουν στοιχεία για τα προηγούμενα χρόνια των μεγάλων μειώσεων).

Τα στοιχεία για τον αριθμό των υπαλλήλων δείχνουν μεταξύ άλλων ότι:

* Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Αύγουστος 2018), το σύνολο των εργαζομένων στη Γεν. Κυβέρνηση μειώθηκε από 964.508 άτομα τον Δεκέμβριο του 2009 σε 695.751 τον Αύγουστο του 2018, ήτοι μειώθηκε συνολικά κατά 268.757 άτομα (-27,9%). Η μείωση αυτή προήλθε κυρίως από τη μείωση του τακτικού προσωπικού του «στενού» δημόσιου τομέα κατά 126.396 άτομα (-18,2%), καθώς και από τη μείωση των συμβασιούχων κατά 95.378 άτομα (-60,9%) και των εργαζομένων σε ΝΠΙΔ κατά 35.789 (-39,1%).

* Αντιθέτως  το σύνολο, σε «στενό» δημόσιο τομέα και ΝΠΙΔ, των μετακλητών υπαλλήλων, των αιρετών, των Προέδρων και μελών Διοικητικών Συμβουλίων, καθώς και των Οργάνων Διοίκησης, μειώθηκε από 27.410 άτομα το 2009 σε 10.807 άτομα το 2014 (-60,6%) και έκτοτε παρουσίασε σταθερή αυξητική τάση ανερχόμενο σε 14.263 τον Αύγουστο του 2018.

Πληθαίνουν οι σύμβουλοι και οι μετακλητοί στο "στενό δημόσιο", μειώνονται γιατροί και δάσκαλοι

ΣΟΣ για προσωπικό σε υγεία – παιδεία

Η έκθεση επικαλείται και στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν ότι η απασχόληση στον δημόσιο τομέα της οικονομίας μειώθηκε από 1 εκατ. άτομα το 2009 σε 800 χιλ. το 2017 (-20%). Αντίστοιχα, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε από 3,56 εκατ. το 2008 σε 2,95 εκατ. το 2017 (-17%). Επισημαίνεται πως «η μεγάλη μείωση της δημόσιας απασχόλησης, σε επίπεδα μάλιστα αναλογικά μεγαλύτερα της ιδιωτικής, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι το κράτος καλείται να καλύψει βασικές κοινωνικές ανάγκες (άμυνα, ασφάλεια, υγεία, εκπαίδευση), ανελαστικού εν πολλοίς χαρακτήρα».

Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σύγκλιση προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης, παραμένοντας ωστόσο σε επίπεδα οριακά χαμηλότερα από αυτόν (3.603 άτομα στην Ελλάδα έναντι 3.643 στην ευρωζώνη κατά το 2017).

Έτσι, αναζητείται ανά πεδίο η πορεία της απασχόλησης οδηγώντας σε μία εικόνα «εγκατάλειψης» δύο κρίσιμων κλάδων: της υγείας και της Παιδείας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που επικαλείται η μελέτη, ο αριθμός των απασχολούμενων στους εν λόγω τομείς σε σχέση με τον πληθυσμό υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης, «δημιουργώντας προβληματισμό αναφορικά με τη δυνατότητα παροχής επαρκών, ποιοτικά και ποσοτικά, υπηρεσιών» όπως επισημαίνεται. Συγκεκριμένα, οι απασχολούμενοι στην εκπαίδευση (απασχολούμενοι  ανά 100.000 κατοίκους) ανέρχονταν σε 3.485 το 2009, ήτοι οριακά περισσότεροι από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που διαμορφώνονταν σε 3.468. Κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής, ο αριθμός αυτός υποχώρησε σημαντικά και διαμορφώθηκε σε 2.952 το 2013. Έκτοτε, παρατηρείται σχετική ανοδική τάση, ωστόσο οι απασχολούμενοι στον εν λόγω τομέα παραμένουν σαφώς λιγότεροι από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (3.223 άτομα στην Ελλάδα έναντι 3.681 στην ευρωζώνη κατά το 2017).

πιν

Αναφορικά με τον τομέα της υγείας και της κοινωνικής μέριμνας, «παρατηρείται σημαντική απόκλιση σε σχέση με τα ευρωπαϊκά επίπεδα», καθώς οι απασχολούμενοι στον τομέα ανά 100.000 κατοίκους περιορίζονται σε λιγότερους από τους μισούς (42%) σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (2.524 άτομα στην Ελλάδα έναντι 5.973 στην ευρωζώνη κατά το 2017), σύμφωνα με τη μελέτη.

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι «το μέγεθος της δημόσιας απασχόλησης δεν φαίνεται να αποτελεί στην παρούσα φάση πηγή δημοσιονομικής αστάθειας. Ωστόσο, πέραν από την ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση ώστε να αποφευχθούν καταστάσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τους εκάστοτε δημοσιονομικούς στόχους, θα πρέπει παράλληλα να υπάρχει μέριμνα για την επαρκή στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών προκειμένου να είναι σε θέση να καλύπτουν αποτελεσματικά τις ανάγκες του πληθυσμού, ιδίως σε κρίσιμους τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική μέριμνα».

πιν

Οι αμοιβές προσωπικού

Μόνο για την περίοδο  2013-2017 δίδονται στοιχεία για τις δαπάνες για αμοιβές προσωπικού. Αναφέρεται ότι εμφάνισαν σχετικά μικρές μεταβολές γύρω από το επίπεδο των 16 δισ. ευρώ (περιορίστηκαν και μετά… αυξήθηκαν).

Συγκεκριμένα, από 16,144 δισ. το 2013 περιορίστηκαν αρχικά στα 15,603 δισ. το 2014 (-3,35%), εν συνεχεία αυξήθηκαν οριακά κατά τα δύο επόμενα έτη (+1,14%) και τελικά διαμορφώθηκαν στα 16,215 δισ. το 2017, αυξημένες κατά 2,75% σε σχέση με το 2016 (+434 εκατ.).

Ωστόσο επισημαίνεται ότι η αύξηση αυτή κατά το έτος 2017 αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες ασφαλιστικές εργοδοτικές εισφορές που επιβλήθηκαν με το ν.4387/2016 (+244 εκατ. ευρώ), ενώ το υπόλοιπο μέρος οφείλεται στην αύξηση του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων στη Γεν. Κυβέρνηση, καθώς και στις μισθολογικές ωριμάνσεις των ήδη υπηρετούντων.

πιν

Σταθερός ο αριθμός των φορέων

Για τον αριθμό των φορέων Γενικής Κυβέρνησης τα έτη 2012-2017 αναφέρει ότι  έχει μεν αυξηθεί στην σχετική λίστα της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά αυτό προκλήθηκε κυρίως λόγω της ένταξης στο Μητρώο επιπλέον ΝΠ των ΟΤΑ. Ο λόγος ότι για νεοϊδρυθέντες φορείς, αλλά για  φορείς που βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία προ της ένταξης τους στο Μητρώο (κρίθηκαν ως δημόσιοι δηλαδή χρηματοδοτούμενοι από το κράτος).

Αναφέρει όμως ότι «η συνεχής παρακολούθηση του αριθμού των φορέων της ΓΚ και των υποτομέων της κρίνεται απαραίτητη, λόγω της επίδρασης που δύναται να έχει η ένταξη ή αντίστοιχα η απαλοιφή φορέων από το Μητρώο της ΕΛΣΤΑΤ στα δημοσιονομικά μεγέθη της ΓΚ (όπως τα έσοδα, οι δαπάνες, το ισοζύγιο και το χρέος)».

Συμπερασματικά αναφέρει ότι  «ο εξορθολογισμός του δημοσίου τομέα αποτέλεσε ένα από τα κύρια ζητούμενα κατά τη διάρκεια των διαδοχικών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την προηγηθείσα ανάλυση, προκύπτει πως κατά τα τελευταία έτη ο αριθμός των φορέων της Γεν. Κυβέρνησης παρέμεινε σχετικά σταθερός. Αντίστοιχα, ο αριθμός των εργαζομένων στους εν λόγω φορείς, μετά τη μεγάλη μείωση που εμφάνισε κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, έχει εν πολλοίς σταθεροποιηθεί στα νέα χαμηλότερα επίπεδα. Τέλος, όσον αφορά το συνολικό μισθολογικό κόστος του προσωπικού, υπήρξαν μικρές μόνο μεταβολές κατά την περίοδο 2013-2017. Παράλληλα, σε οργανωτικό επίπεδο, βελτιώθηκε σημαντικά ο τρόπος παρακολούθησης των εν λόγω μεγεθών με τη δημιουργία του Μητρώου Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης από την ΕΛΣΤΑΤ, την ανάπτυξη του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού του ελληνικού Δημοσίου από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης και την τακτική μηνιαία δημοσίευση των στοιχείων εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης από το Υπουργείο Οικονομικών. Οι ανωτέρω θεσμικές βελτιώσεις σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για συνετή διαχείριση του δημοσίου τομέα δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ορθολογικότερη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης στο μέλλον».

Πηγή: capital.gr