Δημήτρης Π. Κρανιώτης, «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», εκδ. Κέδρος, 2018

γράφει ο Χρήστος Μαυρής

Είναι δημιουργικά  στοιχεία η θλίψη  και η ειρωνεία στην ποίηση του Δ. Π. Κρανιώτη

Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης είναι μία ξεχωριστή  και ιδιότυπη ποιητική  φωνή  στον ελλαδικό χώρο. Λέω «ξεχωριστή και ιδιότυπη φωνή» με την έννοια ό,τι δεν μπορείς να την κατατάξεις εύκολα και απροβλημάτιστα σε καμία καθιερωμένη λογοτεχνική  σχολή  ή ομάδα.

Όπως διαφαίνεται μέσα από  την τελευταία συλλογή του, που φέρει τον εξεζητημένο τίτλο «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», γράφει μία πρωτότυπη ποίηση, με μία ιδιότυπη νοηματική, στέρεη αισθητική συνοχή, πλαστικότητα στις εικόνες της, κάποτε κρυπτική και άλλοτε μυστηριώδης, στοιχεία που της δίνουν το δικαίωμα να επιπλέει και να ξεχωρίζει μέσα στο πέλαγος της ποίησης που παράγεται στις μέρες μας. Είναι όμως, αυτά τα στοιχεία, μαζί  με το αυστηρό  ύφος του, που την κάνουν ελκυστική  και ενδιαφέρουσα στο αναγνωστικό κοινό.

Όλη αυτή  η ιδιότυπη ποίηση που γράφει ο Δ. Π. Κρανιώτης είναι εξ’  ολοκλήρου επικεντρωμένη στη σύγχρονη εποχή,  που αντανακλά  αυτόματα και τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Γράφει στο ποίημα «Ιανός»:

«Πολυκατοικία πια

Η γειτονιά μας

Το ασανσέρ κολλημένο

Μεταξύ ρετιρέ

Και ουρανού

Κι εμείς  μέσα

Συνωστισμένοι άνετα

Χωρίς ανάσα

(Και χωρίς σήμα

Το κινητό μας)»

Σελ. 15

Φαινομενικά παρουσιάζεται απλή  η ποίηση του Δ. Π. Κρανιώτη γιατί είναι καμωμένη από γνωστές και εύχρηστες λέξεις. Είναι, όμως,  αρκετά  παραπλανητική  αυτή  η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, σχετικά με την απλότητα της ποίησης του Δ. Π. Κρανιώτη. Γιατί, κατά  βάθος, η ποίησή του,  παρουσιάζει μια πυκνή  δομή, δηλαδή  είναι καλά  μαστορεμένη και συγκροτημένη, με τους δικούς της κανόνες, κώδικες και συμβολισμούς, γι’ αυτό  και χρειάζεται πολύς κόπος, κυρίως προπαίδεια και εξοικείωση μαζί της, εννοώ  από  την πλευρά  του αναγνώστη, για να την ερμηνεύσει σωστά,  αλλά και για να κατορθώσει να φθάσει στη βαθύτερη ουσία της. Για να το πω πιο απλά  και κατανοητά,  η ποίηση του Δ. Π. Κρανιώτη έχει τους δικούς της δρόμους και τα δικά της περάσματα, τα οποία οπωσδήποτε πρέπει ν’ ανακαλύψει ο αναγνώστης αν θέλει να φθάσει κοντά της, για να τη νιώσει και να την απολαύσει. Δίνω ένα ενδεικτικό  παράδειγμα τέτοιας ποίησης:

«Πρώιμη στάχτη

Της υψικαμίνου

Πεταμένη στο πέλαγος

Σαν άλλη ξενιτιά

Της μοίρας μας

Το αβέβαιο

Της θέλησης μας

Και το άβατο

Της ηθικής μας»

(Υψικάμινος, Σελ. 18)

Δυστυχώς, μέσα από  το σύνολο των ποιημάτων που περιέχει η συλλογή «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» αναδύεται άφθονη θλίψη,  αλλά  και πόνος. Θλίψη και πόνος για ό,τι χάνεται και σβήνει από  τον πλανήτη μας,  και ειδικά  από  τον ελληνικό  γεωγραφικό  χώρο, χωρίς να καταβάλλονται οι απαιτούμενες προσπάθειες από  τις αρμόδιες αρχές  για να περισωθούν όλα αυτά  που αποτελούν  την ελληνική  Παράδοση και τα οποία σήμερα αφανίζουν αδιάκοπα οι μυλόπετρες του ανελέητου χρόνου. Και όταν λέω Παράδοση ασφαλώς και εννοώ  το σύνολο των αξιών,  που επέζησαν από γενιά  σε γενιά  και συνθέτουν το ζωντανό  πολιτισμό  ενός λαού. Ας δούμε πως δίνει αυτά τα αισθήματά του,  μέσα από  το ποίημα «Διατηρητέο χθες»:

«Το σπίτι μας ξάπλωσε

Με προσκέφαλο

Το δέντρο της αυλής

Ακουμπώντας

Το γαλάζιο του ουρανού

Να μετρά τις ανάσες

Που το έκτισαν

Ξάγρυπνο από φωνές

Που το γκρέμισαν

Στεγνό  από  δάκρυα

Που το σταύρωσαν

Χωρίς πόρτα πια

Με κλειστά  παράθυρα

Κι ένα μπαλκόνι

Που ξεχάστηκε στο χθες»

Σελ. 45

Ταυτόχρονα, ο Δ. Π.  Κρανιώτης, στιγματίζει, μάλιστα με παραδειγματικό  τρόπο, την αφθονία και την αλόγιστη κατανάλωση που γίνεται σήμερα σε όλους τους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό) της σύγχρονης ζωής,  αλλά παράλληλα, καυτηριάζει με την ποίησή του,  την αποξένωση και ασυνεννοησία που υπάρχει στο σύγχρονο κόσμο. Είναι συμπτώματα όλα αυτά  του επιφανειακού  τρόπου ζωής, που οδηγεί  τον άνθρωπο στην εσωτερική  ένδεια, τη ρηχότητα και την κοσμική μοναξιά. Γράφει στο ποίημα «Αλέκτωρ»:

«Φυλακισμένοι ισόβια

Στο κλεινόν άστυ

Εκεί  όπου η άρνηση

Ισοδυναμεί  με αφωνία

Και η βούληση

Με υποταγή»

Σελ. 50

Από  τα πυρά  του Δ. Π. Κρανιώτη, βέβαια, δεν ξεφεύγει και η ακατανόητη μανία του κόσμου για το πλαστικό και το ψεύτικο που έχουν επικρατήσει για τα καλά  και έχουν κατακλύσει τη ζωή μας, όπως αυτές οι αρνητικές τάσεις εκδηλώνονται π.χ. μέσα από  τη χρήση του πλαστικού  χρήματος ή από  τα ψεύτικα συναισθήματα με τα οποία διακατέχονται πολλοί  συνάνθρωποί μας. Περισσότερο,  όμως, στιγματίζει την έκπτωση των ανθρώπινων αξιών, τη διασάλευση των προσωπικών σχέσεων, τον ευτελισμό  της φιλίας, τον μαρασμό της φιλοξενίας κ.ά. Στο ποίημα «Χωρίς  ΦΠΑ» θα γράψει:

«Μη μου τοκίζεις όνειρα

Εν είδει τοκογλύφου

Ανεξόφλητων ιδανικών

Κι ερώτων παρελθόντος»

Σελ. 51

Ενώ στο ποίημα «Όχι λοιπόν» θα σημειώσει:

«Εν δυνάμει ψέμα

Κάθε όρκος σου

Μ’  έσπρωξε

Στην άβυσσο της οργής»

Σελ. 56

Ο ποιητής  αφήνει ν’  αντιληφθούμε πως, όλα αυτά  που κρίνει και επικρίνει, ήθελε να τα έβλεπε από  την καθαρή  άποψή τους, μέσα από την αθώα ματιά του. Γιʼ αυτό  και τώρα εμμένει πεισματικά  στην παιδική  αθωότητα, που με κανένα τρόπο ή καμία δικαιολογία δεν επιτρέπει να του στερήσουν, εφόσον αυτή  τον επαναφέρει, έστω και νοερά, στις αληθινές διαστάσεις που έπρεπε να έχει ο σημερινός  κόσμος μας. Αρκετά ενδεικτικό  είναι το ποίημα «Αλφαβητάρι»:

«Έχασα το αλφαβητάρι

Της πρώτης δημοτικού

Και τώρα

Που ψάχνω απεγνωσμένα

Να δώσω στην Άννα

Ένα μήλο

Γέρασα από αναμνήσεις

Χωρίς  διακοπή

Για διαφημίσεις

Πίνοντας αναψυκτικό  light

Και κάνοντας like

Σε τετράστιχα ημερολογίου»

Σελ. 9

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που διαπερνάει τους περισσότερους στίχους του,  και μία λεπτή ειρωνεία, απότοκο και αυτή  φυσικά  όλων αυτών  των θλιβερών διαπιστώσεών του.

Ακόμη, δεν είναι τυχαίο που οι στίχοι του,  καταλήγουν να είναι, άλλοτε σκληροί  και τραχείς, γεμάτη αγανάκτηση και πικρία για την απανθρωπιά , που εισβάλλει από  παντού μέσα στον κοινωνικό  χώρο μας, και άλλοτε καταλήγουν να είναι τρυφεροί, γεμάτοι νοσταλγία και αγάπη για ό,τι πολύτιμο είχαμε χθες, αλλά  δυστυχώς,  σήμερα σβήνει και χάνεται, αργά  αλλά  σταθερά  από  τον κόσμο μας.

Η ποίηση του Δ. Π. Κρανιώτη μπορεί να είναι μελαγχολική,  σίγουρα όμως δεν είναι απαισιόδοξη. Αντιθέτως, είναι μία ποίηση με πολύ αισιοδοξία μέσα της, με τον δημιουργό της, να εναποθέτει τις ελπίδες του, στην εξελικτική  πορεία και κυρίως στην πρόοδο του σύγχρονου κόσμου.

«Μια ζωή  αιτιατική

-Αναπόφευκτη συνήθεια

Των ημερών  που έρχονται-

Σε μια πέμπτη εποχή»

Σελ. 52

Ο Δ. Π. Κρανιώτης, όπως έχω διαπιστώσει, μέσα από  τα καινούργια ποιήματά του, παρουσιάζεται καλός  χειριστής της ελληνικής  γλώσσας, την οποία κατέχει σε όλες τις διαστάσεις της, παρόλο που δε διστάζει μερικές  φορές  να χρησιμοποιήσει ξένες και αμετάφραστες λέξεις μέσα στην ποίησή του. Η ενέργειά του,  αυτή  εκδηλώνει νομίζω την αταλάντευτη πίστη του, στην ανθεκτικότητα της ελληνικής  γλώσσας, που είναι ικανή  να εξουδετερώνει οποιονδήποτε κίνδυνο την απειλεί. Ταυτόχρονα, η χρησιμοποίηση ξένων λέξεων, εξυπηρετεί  πιστεύω και τον απώτερο στόχο του, που είναι ασφαλώς η ευαισθητοποίηση του αναγνωστικού κοινού. Και αυτός  ο στόχος επιτυγχάνεται, όπως είπα, άλλοτε με τη  θλίψη και άλλοτε με τη λεπτή ειρωνεία του. Στην εν λόγω συλλογή , ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ποιήματα ποιητικής που υπάρχουν στις σελίδες της.

Ολοκληρώνοντας αυτή  την κριτική παρουσίασή μου,  θα πρόσθετα πως η νέα συλλογή του Δ. Π. Κρανιώτη είναι μία γερή κατάθεση στην τράπεζα της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας, εφόσον εντός της, μεταφέρει όλα τα στοιχεία που αποτελούν τη γνήσια και αληθινή ποίηση.