Tου Βάιου Κουτριντζέ

Τα φτερωτά όντα, στον Κήπο, προσήλωσαν το βλέμμα τους πάνω στη γυμνή γήινη γυναίκα, που στεκόταν πίσω απ’ την κλειστή μπαλκονόπορτα και κούνησαν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους. Η εικόνα στο κανονικό δωδεκάεδρο ήταν πεντακάθαρη.

‒ Πλησιάζει την τελειότητα, το πρόγραμμα γεωμετρική ομοιότητα (1) προχωράει χωρίς κανένα πρόβλημα, οι γυναίκες είναι συνεργάσιμες.

Η εικόνα μετακινήθηκε, φάνηκαν μια πλατεία και το κτίριο κάποιας Τράπεζας.

‒ Είναι η τελευταία τους ευκαιρία, ο Υπέρτατος ήταν σαφής, αν τη σαμποτάρουν… μπουμ!… και γαία πυρί μιχθήτω, εξήγησε το ον που χειριζόταν τη συσκευή οπτικής επικοινωνίας με κάθε σημείο του σύμπαντος, σηκώνοντας ψηλά τα φτερά του, παραστατικά.

*

Λονδίνο, πρωινές ώρες της Δευτέρας. Το πρώτο αυτοκίνητο, στα φανάρια, έμενε ακίνητο παρ’ ότι είχε ανάψει ο πράσινος σηματοδότης. Αν πλησίαζε κανείς, μάλιστα, θα διαπίστωνε πως και η μηχανή του ήταν σβηστή. Ο οδηγός, χτυπούσε τα δάχτυλά του στο τιμόνι νευρικά, φαινόταν αναποφάσιστος και, τελικά, βγαίνοντας, άρχισε να κλωτσάει φανταστικά χαλίκια στην άσφαλτο, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Το ότι έπρεπε να πάει στην εργασία του, δεν του περνούσε, εκείνη τη στιγμή, καθόλου απ’ το μυαλό. Σχηματίστηκε αφάνταστο μποτιλιάρισμα, αλλά δεν ακούστηκε μήτε ένα κορνάρισμα, γιατί και οι άλλοι οδηγοί, άντρες και γυναίκες, έκοβαν βόλτες στα πεζοδρόμια και χάζευαν στις βιτρίνες, κουβεντιάζοντας μεταξύ τους με τα χέρια στις τσέπες. Η φλεγματική αγγλική συμπεριφορά είχε πάει περίπατο.

Παρίσι, την ίδια στιγμή. Ο Φρανσουά, διευθυντής σύνταξης μεγάλης εφημερίδας, έπρεπε ν’ αποφασίσει για τους τίτλους της πρώτης σελίδας και η ώρα περνούσε, αλλά δε νοιαζόταν και πολύ, καθώς διάβαζε ένα κόμικ και ήταν απορροφημένος, γελώντας με τα ηρωικά κατορθώματα του Αστερίξ, του κοντού Γαλάτη με τα μεγάλα μουστάκια. Στη φωτοσύνθεση οι υπάλληλοι ασχολούνταν με πιο ενδιαφέροντα θέματα, όπως, επί παραδείγματι, μερικοί συζητούσαν με έκδηλο φανατισμό, διαφωνούντες ωστόσο, για το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της νήσου Γουαδελούπης, ενώ κάποιοι άλλοι ομογνωμούσαν με τη διαπίστωση ότι ναι μεν ο Αλέν Ντελόν ήταν ομορφάντρας˙ ωστόσο, γόης ετύγχανε ασυζητητί ο Ζαν Πολ Μπελμοντό με το αξεπέραστο μπρίο, που δε διέθετε ο σοβαρός και πάντα συγκρατημένος, ακόμα και στο γέλιο, Ντελόν.

Λάρισα, ταυτόχρονα. Ο Γιάννης είχε αγκαλιάσει τη γυναίκα του, όταν ξαφνικά την έσπρωξε, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και, παίρνοντας ένα χοντρό βιβλίο απ’ τη βιβλιοθήκη με τίτλο: Οι εικαστικές τέχνες των Μογγόλων στα χρόνια του Ταμερλάνου, έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη, ενώ η Μαρία, που δεν έδειχνε ουδόλως παρεξηγημένη, ολόγυμνη, με τα στήθη της να χοροπηδούν, μάζευε και ξαναμάζευε τα μαλλιά της, που την εμπόδιζαν καθώς έσκυβε και έστρωνε και ξέστρωνε το κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει πιο σεντόνι ήταν πιο όμορφο και αν τα μαξιλάρια έπρεπε να είναι ασορτί ή όχι με το κλινοσκέπασμα. Τελικά, πήρε δυο ωραιότατες κεντητές μαξιλαροθήκες, τις κράτησε με τα δυο της χέρια πάνω στην κοιλιά της κι αφαιρέθηκε.

Σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εκείνη την ημέρα, η κατάσταση άγγιζε το κωμικό. Η ιλαρότητα ήταν διάχυτη και όλοι σιγοσφύριζαν παλιά νοσταλγικά τραγούδια ‒στην Ελλάδα το: Ας ερχόσουν για λίγο των Σογιούλ ‒ Τραϊφόρου‒, ενώ κανείς δε φρόντιζε για τίποτε και, παραδόξως, κανείς δε διαμαρτυρόταν ούτε καν οι θιγόμενοι, από την φαιδρή αυτή κατάσταση, εργοδότες. Πλήρης αδράνεια και απάθεια σ’ όλους τους τομείς.

Στο μεταξύ, όσοι άνοιγαν τις οθόνες των υπολογιστών έβλεπαν να τρέχουν διάφορα ακατανόητα προγράμματα και τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία είχαν πάρει φωτιά, αλλά το σπουδαιότερο ήταν ότι δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν τα αρχεία τους, για να εργαστούν. Το γεγονός αυτό ήταν ανεξήγητο, μα ουδείς είχε τη διάθεση να ερευνήσει το ή τα αίτια που το προκάλεσαν, μήτε οι καθ’ ύλην αρμόδιοι των τμημάτων πληροφορικής, που είχαν γονατίσει και προσεύχονταν μπροστά στις οθόνες γι’ αυτά τα θαυμαστά που έβλεπαν. Κι έτσι οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους, παίζοντας παιδικά παιχνίδια, αμάδες, κουτσό, κρυφτό, συμμετέχοντες στην πρωτοφανή χαλαρότητα.

Τι είχε συμβεί λοιπόν; Τι προκάλεσε αυτό το παγκόσμιο μπάχαλο;

Όπως μαθεύτηκε, μετά από πολύ καιρό, όταν οι ρυθμοί της ζωής στον πλανήτη επανήλθαν στο κανονικό, κατά τη διάρκεια της ημέρας εκείνης, κανένας τρόπος επικοινωνίας δεν ήταν εφικτός, ακόμη και τα κάθε λογής έγχρωμα τηλέφωνα μεταξύ των ηγετών δε λειτουργούσαν, κι όλα τα αμυντικά ‒ επιθετικά οπλικά συστήματα των κρατών είχαν μπλοκαριστεί. Οι πολεμικές μηχανές, που απειλούσαν την ειρήνη του κόσμου, ήταν πλέον ανίσχυρες. Κι όταν κάποιοι θερμοκέφαλοι στρατιωτικοί βρήκαν τη δύναμη κι έδωσαν διαταγή να κινηθούν τα τανκς προς τις εχθρικές θέσεις ‒κατά πού, άραγε;‒ αυτά στριφογύριζαν εν συγχύσει με κίνδυνο να γίνει κανένα δυστύχημα.

Επίσης, το τμήμα του ανθρώπινου εγκέφαλου που ευθυνόταν για τη λήψη των αποφάσεων είχε αδρανοποιηθεί, εξ ου και η γενική νωθρότης, αλλά κανένας γιατρός δεν έδωσε πειστική, και κατανοητή, εξήγηση.

Όταν συμπληρώθηκαν είκοσι τέσσερις ώρες και τα πάντα είχαν ολοκληρωθεί, για τον άνθρωπο άρχιζε μια νέα ιστορική περίοδος. Το οικονομικό σύστημα άλλαξε μορφή. Η δυναστεία των Τραπεζών έληξε κι ο κοσμάκης ανακουφίστηκε, ένιωσε να του φεύγει ένα αβάσταχτο βάρος από πάνω του. Όλες οι κρατικές και διακρατικές οικονομικές ενέργειες περνούσαν πλέον απ’ τον έλεγχο και την έγκριση κάποιων άγνωστων κέντρων, πριν εκτελεστούν. Από την αγορά μιας εφημερίδας στο γραφείο τύπου κάποιου υπουργού μέχρι τα ταξίδια του πρωθυπουργού και του προέδρου κάθε χώρας. Οι μισθοί δε θίχθηκαν και οι αστειότητες τύπου: λιτότης, περικοπή μισθών καταργήθηκαν, ενώ στον επιχειρηματικό τομέα η νομοθεσία κλείδωσε και δε θα μεταβαλλόταν ανάλογα με τον καπνό που φουμάριζε ο εκάστοτε υπουργός.

Στον κολοσσό που ανέλαβε το χειρισμό και τη διεκπεραίωση όλων των οικονομικών ζητημάτων, ο οποίος αντικατέστησε τις Τράπεζες, δόθηκε η ελληνική ονομασία: Οικουμενικός Οικονομικός Οργανισμός κι επί το συντομότερο: «3‒Ο», αλλά επικράτησε το αγγλικό «Θρι‒Όου», και απασχολούσε εκατομμύρια υπαλλήλους όλων των ειδικοτήτων παγκοσμίως. Η οικονομική εξυγίανση στα υποανάπτυκτα και τα πρώην λεγόμενα «χρεωμένα» κράτη πραγματοποιήθηκε, αυθωρεί, κατά προτεραιότητα, και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών παντού βελτιώθηκε, χωρίς να κουνήσουν οι ίδιοι μήτε το μικρό τους δαχτυλάκι. Οι πολιτικοί τάχαμ ήξεραν να τα κάνουν όλ’ αυτά, αλλά δεν είχαν τις απαραίτητες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, για να τα θέσουν σε εφαρμογή. Κανείς δεν τους πίστεψε και οι ίδιοι πλέον κατάντησαν απλοί κρατικοί υπάλληλοι και απώλεσαν την ισχύ να λύνουν και να δένουν, υπό το φόβο των αόρατων επιτηρητών.

Κάποιοι ηγέτες, αρχικά, πρότειναν ν’ αποσυνδέσουν και να καταστρέψουν τους υπολογιστές, αλλά πρυτάνευσε η λογική, όταν αντιλήφθηκαν ότι τα πάντα ήταν κλειδωμένα με κωδικούς και το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν η επιστροφή στο νόμο της ζούγκλας και η εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους. Οι αντιδραστικοί πήραν τα βουνά, μα, όπως δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη φύση, ή πέθαναν ή ξαναγύρισαν στα σπίτια τους με το κεφάλι κατεβασμένο, λιμασμένοι και χιλιοταλαιπωρημένοι.

Κανείς δε γνώριζε τι, ποιος ή ποιοι τα έκαναν όλ’ αυτά, ακόμη και σήμερα κανείς δεν ξέρει κι ούτε θέλει να μάθει. Φημολογείται ότι η σωτήρια παρέμβαση ήταν έργο εξωγήινων, που παρακολουθούσαν, εδώ και καιρό, τις δυσοίωνες οικονομικές‒πολιτικές‒κοινωνικές εξελίξεις στην πλανήτη.

‒ Τότε, όμως, γιατί δεν εμφανίστηκαν ιπτάμενοι δίσκοι στον ουρανό; ρωτούσαν οι δύσπιστοι.

‒ Ίσως να υπάρχουν και να είναι αόρατοι, σαν κάτι δικά μας αεροπλάνα, απαντούσαν οι θιασώτες αυτής της θεωρίας.

*

Η Μαρία και ο Γιάννης άνοιξαν τα μάτια τους ταυτόχρονα.

‒ Μάλλον το παρα-κάναμε χθες το βράδυ και μετά ζαβλακωθήκαμε στον ύπνο, ούτε που κατάλαβα πότε κοιμήθηκα, είπε ο Γιάννης γελαστά.

Η Μαρία, δίπλα του, χασμουρήθηκε και τανύστηκε.

‒ Τι όνειρο κι αυτό! είπε αδύναμα και, γυρίζοντας στο πλάι, τον φίλησε.

Με μια γρήγορη κίνηση σηκώθηκε και τράβηξε πέρα ως πέρα την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας που έβλεπε στην Κεντρική πλατεία της πόλης. Ο Ήλιος που είχε ανατείλει τη χτύπησε κατάματα και τη στράβωσε. Το σώμα της χρύσισε. Έκανε πίσω μισοζαλισμένη κι έπεσε στην αγκαλιά του Γιάννη. Κοίταξαν με φόβο στην καρδιά το μεγάλο κτίριο που στέγαζε την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ ΝΗΣΩΝ», γιατί θυμήθηκαν ότι είχαν απλήρωτες δυο δόσεις του στεγαστικού δανείου και ποιος άκουγε τις τηλεφωνικές απειλές τους.

Ένα συνεργείο κάτι μαστόρευε στην πρόσοψη. Είχαν στήσει σκάλες και ξήλωναν τα γράμματα της επιγραφής.

‒ Πάμε, αργήσαμε, έκανε τρομαγμένη η Μαρία, και θα τ’ ακούσω απ’ τον προϊστάμενο.

‒ Βάλε κοντή φούστα και δε θα σου πει τίποτε, αστειεύτηκε ο Γιάννης, καθώς σήκωνε από κάτω ένα χοντρό βιβλίο.

Το ξανάβαλε στη θέση του σκεπτικός. Την ίδια στιγμή, η Μαρία κρατούσε στα χέρια της δυο κεντητές μαξιλαροθήκες, έκπληκτη.

Πίνοντας, στα γρήγορα, τον καφέ τους, από συνήθεια, η Μαρία πήρε το μικρό ημερολόγιο τοίχου, για ν’ αλλάξει φύλλο. Έσκισε το παλιό και, πριν το πετάξει, του ’ριξε μια ματιά, μηχανικά: Δευτέρα.

‒ Γιάννη, Τρίτη είναι σήμερα;

‒ Μα τι λες, αγάπη μου; κι άρχισε να τραγουδάει:

Βουρκωμένη Δευτέρα, η χειρότερη μέρα…

Η Μαρία ανατρίχιασε κι έτρεξε, αναστατωμένη, στην μπαλκονόπορτα.

Οι εργάτες είχαν τελειώσει και τα γράμματα της νέας επιγραφής λαμποκοπούσαν, εκπέμποντας ένα άγνωρο εκτυφλωτικό χρώμα. Η Μαρία διάβασε φωναχτά:

3‒Ο ǀ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΛΑΡΙΣΑΣ

————

1. Διάβαζε το μυθιστόρημά μου: «Γεωμετρική σχέση»

Πηγή: larissanet.gr