Σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο

ζῶ

μὲ τὴ μυρουδιὰ τῆς λάσπης

τοῦ φτιαγμένου ἀπὸ φυλακισμένη ὀδύνη

Στὰ εὔθραυστα ἅρμενα ἐγκαταλελειμένης ἐλπίδας

ὑποχρεωτικῆς κοσμιότητας

ἀποκολλήθηκα ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ

Μιλῶ

στὰ πράγματα

στὰ σκονισμένα βιβλία

στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου ἐκτεθειμένος

ἀκόμη πολὺ

στὴν ἰσορροπία τῆς κανονικότητας

στὸν ἔγκλεισμὸ μου ἀκόμη

σὰν ἔμπειρος καπετάνιος οἰκειωμένος μὲ τὴ ζωὴ

Τώρα πάλι

μὲ τὴ φθορὰ τῶν βελούδων καὶ στὰ σκληρὰ

μπράτσα τῆς κουρασμένης πολυθρόνας μου

ἀκόμη ζῶ

τὴ βεβαιότητα τῆς ἀτιμωτικῆς φυλακῆς μου

σὲ αὐτὸ τὸ πενιχρὸ ἐντευκτήριο

Ἀντὶ νὰ γκρεμιστῶ ὥς ὄφειλα

προκαλώντας μιὰ πραγματικὴ θεαματικὴ πυρκαγιὰ

ἀφειδῶς

προσφέρω μιὰ καμπύλη τροχιὰ καθόδου μου

παγοπέδιλα παρατεταμένου χαδιοῦ

θλίψη καὶ μουντάδα μόνο

προσγειώνομαι στὸ πλεχτὸ τῶν ἡμερῶν

ἀπότομα σὲ τούτη τὴ γῆ

σκάβω σὲ πραγματικὰ ὀρύγματά μου

ξεπροκάρω τὶς εἰσόδους μου

σωροὶ ὅμως χιονιοῦ

κυλοῦν γύρω στὸ λαιμὸ καὶ στὴ πλάτη μου

προτοῦ βυθιστῶ γιὰ νὰ χα·ι·δεύω τὰ βάθη μου

ξοδεύω

ξοδεύομαι ἐπιστρέφοντας στὸ κελί μου

τὴν ἀνάμνηση ὅλων τῶν ἀπωλειῶν μου

λησμονώντας ἧττες

 

φωνάζω

μαστιγώνω τὸ ἄλογο

γιὰ τὸ φώτο-φίνις

διαλέγει θαρρεῖς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ

τή μπίλια μου στὸ μαῦρο

κολυμπῶ ἤ ψαρεύομαι

καθὼς τὸ κύμα σπαράζει τὰ σπλάχνα μου

δέν ξέρω

ζῶ

ἤ νομίζω

Γιάννης Μασμανίδης