Σοβαρά και ευτράπελα του Βαγγέλη Μπάκα          

 

Από τη χρονιά του ‘68, που εγκρίθηκε η ηλεκτροδότηση του ποντιακού αυτού χωριού, οι πιο προοδευτικοί άρχισαν να κάνουν και τη μελέτη στο καφενείο:

«Η γραμμή θα έρθει από εκεί που έρχεται κι ο δρόμος» είπε ο Κωστίκας.

«Πάψε πρε!… Πού ξέρεις εσύ! Θα έρθει κάτω από το ποτάμι που είναι πιο κοντά!» είπε ο Παυλίκας με περισπούδαστο ύφος.

«Εγώ συμφωνώ με τον Κωστίκα. Πού συμφέρει να κάνουν καινούρια γέφυρα για να περάσει το ρεύμα!» είπε ο Αβραάμ.

Φυσικά και δε συνέφερε! Το ρεύμα είναι τόσο βαρύ, που έπρεπε να την κάνουν και ενισχυμένη!…

Έγινε η μελέτη, αποπερατώθηκε η κατασκευή του έργου, και σειρά είχαν τώρα τα εγκαίνια.

Ο κύριος Νομάρχης, ο κύριο Δήμαρχος, οι τοπικές αρχές της ευρύτερης περιοχής και πλήθος κόσμου είχαν μαζευτεί κοντά το στύλο της ΔΕΗ για να παρακολουθήσουν τα εγκαίνια. Κι ο τεχνίτης, οποίος ήταν ανεβασμένος επάνω στο στύλο, σαν τη μαϊμού, περίμενε την εντολή για και κουμπώσει τις ασφάλειες και να πάρει ρεύμα το χωριό.

Ο παπάς άρχισε το τελετουργικό που προβλέπεται για εγκαίνια. Κι ενώ βιαζότανε, αφού η τσίκνα των ψητών του είχε τσακίσει τη μύτη, δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την τελετή. Μόλις έφτανε στο επίμαχο σημείο, στο: «ευλόγησον κύριε…» κομπλάριζε και δώσ’ στου πάλι από την αρχή. Κάπως έτσι:

«Και ευλόγησον κύριε… ντο να λέω ατό» έλεγε στο διπλανό του σκύβοντας και ψιθυριστά.

«Κι ξέρω…». Σιγά μη γνώριζε την ονομασία του μετασχηματιστή!

Πάλι από την αρχή.

«Και ευλόγησον κύριε…» ντο να λέω ατό, είπε στον πισινό του (όχι το δικό του φυσικά) στρίβοντας το κεφάλι και φωναχτά.

«Κι ξέρω βλοημένε!…».

Η ανησυχία ήταν έκδηλη, και κυρίως από το χονδρό διευθυντή της νομαρχίας ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε πως τα ψημένα αρνιά θα είχαν πλέον κρυώσει.

Κάποιος πλησίασε τον παπά και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ήταν ο Πανίκας. Οπότε,  μόλις ο παπάς έφτασε πάλι στο επίμαχο «ευλόγησον κύριε» είπε με ύφος πλήρως  καταρτισμένου, τεχνικά, ανθρώπου:

«Και ευλόγησον κύριε το ταραβέριον… αούτο…».

Αυτό ήταν όλο και ήταν τόσο μα τόσο πολύ απλό. Πού να ήξερε ο καημένος ο παπάς,  κι ο Πανίκας, πως το ταραβέριον… αούτο… το λέγανε μετασχηματιστή!…

Μετά τη λύση του προβλήματος ο τεχνίτης δεν χρειαζότανε άλλη εντολή. Σήκωσε το κοντάρι και με τρεις βιαστικές κινήσεις κούμπωσε τις ασφάλειες μέσης τάσης!

Στο τρίτο κούμπωμα ακούστηκε ένα μπαμ… και από τη διάλυση του γυάλινου μονωτήρα γέμισε ο τόπος κομμάτια.

«Τι συνέβη;» Ρώτησε ο κύριος νομάρχης, και πρώην αξιωματικός του στρατού ξηράς,    τον κύριο προϊστάμενο της ΔΕΗ.

«Μάλλον κομουνιστικός δάχτυλος κύριε νομάρχα! Κλατάρισε ο μονωτήρας. Ξέρετε, αυτοί οι μονωτήρες προέρχονται από την κομουνιστική Ανατολική Γερμανία και βγήκανε αρκετά ελαττωματικοί. Παρουσιάζουν συχνά κάποια διαρροή και διαλύεται το γυάλινο μέρος τους».

«Καλύτερους περιμένατε από κομμουνιστική χώρα; Να βάλετε αλουμινένιους! Εμείς έχουμε δικό μας αλουμίνιο και μπόλικο…».

Τι να του ’λεγε ο προϊστάμενος. Πως οι μονωτήρες δεν γίνεται να είναι μεταλλικοί! Ίσως τον πρόσβαλε, και ως στρατιωτικός που ήταν, να του ’ριχνε και καμία με την γκλίτσα που κρατούσε στο χέρι εκείνη τη στιγμή.

Μετά από την αποκατάσταση της βλάβης ρίχτηκαν όλοι στο φαγοπότι με τον κύριο Διευθυντή της Νομαρχίας να διαμαρτύρεται μόνιμα για τις ζεστές μπίρες και το κρύο ψητό. Ενώ έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο.

«Τι να κάνουμε κύριε Διευθυντά μου, αφού δεν είχαμε ρεύμα» έλεγε και ξανάλεγε ο πρόεδρος της κοινότητας. Την άλλη φορά που θα έρθετε στα εγκαίνια του νερού  σας το υπόσχομαι πως θα είναι παγωμένες. Θα κριτσοβολούν… Κι όσο για το ψητό που είναι κρύο φταίει ο ποπάς… Αυτός μας χασομέρησε».

«Αφού ξέρετε πως η μπίρα δε πίνετε ζεστή! Έπρεπε να πάρετε πάγο».

Κι ο Πανίκας, ο οποίος ήταν δίπλα τους, για να τους αποδείξει πως οι μπίρες πίνονται και ζεστές είπε:

«Και ευλόησον κύριε το πουκάλιον αούτο…».

Από τις πολλές ευχές το χωριό ξαναβυθίστηκε τα μεσάνυχτα στο σκοτάδι. Οι μισοί καταλογίσανε την ευθύνη στους κομμουνιστικούς μονωτήρες, και λιγότεροι από τους μισούς στα ταραβέρια… του ποπά… που θα είχε με το Θεό! Βράδυ που βρήκε για να ρίξει τόσο δυνατούς κεραυνούς!