Πῶς τὸ πρόλαβες

Νὰ ἀνοίξεις τό σουγιὰ γιὰ νὰ χτυπήσεις

θὰ χρειάστηκαν κάμποσα σκληρὰ αἰχμηρὰ

δευτερόλεπτα

πῶς τὰ βρῆκες

ποῦ

τὰ κρατοῦσες πάντα σὲ στάση κόσμια

συγκαταβατικὴ

μέχρι νά τοὺς δώσεις ἀφορμὴ

πάνω στὸ κομοδίνο

ἀγγίγματά σου

λησμονήθηκαν

ἀναμμένο πορτατίφ σου

παραμερίζει  τὸ μαῦρο τῆς συνήθειας

σὰν ἕνα χρῶμα τόσο λαμπερὸ ποὺ καταντάει ἀθέατο

τώρα ἀνατριχίλα ἀπουσίας

παντοῦ βοᾶς

χαμένη ἄνοιξη

πρόλαβες ἔμπηξες τὸ σουγιὰ βαθιὰ

στὸ ποίημα

αἰωροῦνται οἱ ἀνταύγειες σου

τὸ ταξίδι στὴ νύχτα μου γίνεται ἀτέλείωτο πάλι

πιὸ μεγάλο τὸ ἀκάνθινο στεφάνι

τῶν διαψεύσεων

κάθε νύχτα

αὐτοὶ ποὺ τὰ καταφέρνουν εἶναι λίγοι

δικαιώνουν τὴν τραγωδία

μὲ μιὰ μαχαιριὰ στὴν καρδιὰ

πρόλαβες ὅμως

πρόλαβες καλὰ

ἐπιδέξια

ἀφήνοντας τὴν πόρνη λογικὴ

νὰ λειτουργεῖ μὲ ὅλη τὴν ἀκρίβεια

καὶ τὴν ὀρθότητα

κι ἡ μαχαιριὰ σου ζεῖ

Γιάννης Μασμανίδης