Οἱ ζωντανοί ὁλοένα λιγοστεύουν

στὴν κόχη τους ἀργοπεθαίνουν μόνοι

(μιλῶ γιὰ ὅσους κρυφὰ κλαῖνε τὶς νύχτες)

κρυφακούω τὴν ψυχὴ τους

ξοδεύω τὰ περασμένα

πρὶν χαθῶ

ξοδεύω τὰ μάτια μου

γεύομαι τὴν αὐτοεγκατάλειψη

σὲ χαραμάδες κρύας πόρτας

τὰ παιδικὰ ὄνειρα κρεμῶ

 

γιὰ νὰ ζῶ

ἡ μοναξιὰ τρυπάει κόκκαλα

γεμίζει σκοτάδια περίπαθα

ψίθυρους ἀνασαίνει

ὅ,τι ἀγάπησα  φθάρθηκε

σὲ ἐπίπλαστες καὶ ἀνήλεες σκιάσεις

ὅ,τι

σὲ ἕνα ποίημα  ἀγρυπνεῖ τώρα

στὰ

διάτρητα ἄλλοθι ζωῆς μου

Ποίηση προσπαθῶ

Σὲ μιὰ ἀναγκαιότητα  λυτρωμοῦ

μέσα μου

φθινόπωρο κι ἄς  φιλοξενῶ

αἰσθητοποιῶ μὲ λέξεις

τὴν κραυγὴ μου

κι ἄς μὴν μ’ ἀκούει κανεὶς

ξέροντας καλὰ

τὴν τελικὴ καταστροφὴ

καταθέτω τὰ μάτια μου

στά περάσματα ποὺ δέν βρέθηκαν ποτὲ

τοὺς ὀνεροπόλους ὅλους

καληνύχτα λέω

Λύπη μπάζει

ἀπὸ παντοῦ

ἀπ’ τὰ μάτια

ἀπ’ τὰ χείλη

ἀπ’ τὰ ἀγγίγματα

ἔχει μπολιάσει μὲ δηλητήριο

μέχρι τὸ κόκκαλο ὅλα τὰ παραμυθιάσματα

τοὺς θλιβεροὺς ὅλους παροπλισμοὺς

Ἀστρογέννητα  τὰ ρημάδια μου

ἐγκλωβισμένα ἀπὸ ὀγκώδεις τσιμεντένιες πόρτες

συμπλέχτηκαν μέσα μου

τάφοι μικροὶ

σπαράγματα γίναν

Ἀξεδίψαστος

ἔρχεται κάθε στιγμὴ

κι ὁ θάνατος

στὸ ὄνομα τῆς ἀγρύπνιας σου γράφουμε μαζί

νερὸ πίνουμε ἀπ’ τὸ ἴδιο ποτήρι

Γιάννης Μασμανίδης