στὸ βάζο τὰ λουλούδια σου

κραυγάζουν στοργὴ

διψοῦν ἀπεγνωσμένα

τὰ γυροφέρνει ὁ θάνατος

ἄτολμος κυττῶ

λυπημένος

τί κρύο ποὺ κάνει πάλι στὴν κάμαρη

τί στή σκυθρωπὴ σιωπὴ

τὴν πολυκαιρισμένη

κι ἡ καρδιὰ δίχως ὄνειρα

ἀποκοιμιέται

μὲ κείνη τή συγκατάβαση τῆς μάταιης προσμονῆς

Τώρα ὁ παράδεισος ἔχει κλείσει τὶς πόρτες του

-τὰ λουλούδια κι ἐγὼ-στὴ γυάλινη ἀκινησία τοῦ τίποτα

στὸ τίποτα ποὺ δὲν ἀφήνει οὔτε νὰ πεθάνει κανεὶς

οὔτε νὰ ζεῖ

ξυλιασμένοι στὸν ἀφώτιστο κόσμο

ἀσήμαντα κομμάτια σκόνης

τὸ τέλος μας σιάζουμε προσεχτικὰ

ἀφήσαμε ἀκόμη καὶ τοὺς νεκροὺς μας

μόνους

παγωμένους στὰ σκοτάδια

μὲ τὶς χαραγμένες ἀπουσίες τους

στά χείλια στὰ μάτια στὴ φωνὴ

χαμογελῶ ξανὰ

πικρὰ χαμογελῶ

γιατί

λένε

πὼς καὶ τὰ δένδρα

γυμνὰ ἀπὸ φύλλα κάνουν κουράγιο

τὰ καημένα

ξέροντας ὅ,τι ἡ ἄνοιξη θά ρθεῖ πάλι

ἐμεῖς

(τά λουλούδια κι ἐγὼ)

ὄχι λέμε

δέν

σὲ μιὰ χρονολογία μέσα

στὴν  παρένθεση

δέν

Γιάννης Μασμανίδης