Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ, του 2011)
Ευτυχώς δεν ήμουν μόνος. Επειδή, παιδί όντας, ποιος θα με πίστευε; Ο πατέρας μου, βαρύς, ασήκωτος και ορθολογιστής -κάθε κουβέντα στον τόπο της- ήταν μαζί μου. Και πώς να μην ήταν; Η ώρα ήταν τρεις τη νύχτα και γυρίζαμε πεζή, όπως όλοι τότε, από το διπλανό χωριό. Πανηγύρι καλοκαιριού. Το χρωματιστό αλογάκι πέρασε φουριόζο, πατώντας σε μια σειρά τοίχους και χάθηκε στο βάθος του σοκακιού. Και οι δυο ξέραμε πού πήγαινε….Αλογάκι το είπα. Ήταν απροσδιόριστου σχήματος στην ουσία, πολύχρωμο, κάπως στριφογυριστό και σίγουρα εξαιρετικά ταχύ, φωτεινή βολίδα.
«Το είδες;», έκανε ο πατέρας μου επιφυλακτικά, όχι από φόβο αλλά επειδή τώρα θα έπρεπε, σα μεγαλύτερος, να μου βρει μια λογική εξήγηση.
«Το είδα», αποκρίθηκα με μια μικρή χαρά, για τα αδιέξοδα των μεγάλων. «Ξέρουμε πού πάει, έτσι δεν είναι;», ενίσχυσα τη θέση μου.
Κούνησε μόνο το κεφάλι, στο μισοσκόταδο. Όλοι το είχαν δει. Εμείς τελευταίοι. Και πήγαινε πάντα στον ίδιο προορισμό. Στο τελευταίο σπίτι του χωριού.
Ήταν μερικά χρόνια τώρα, που εμφανίστηκαν μαζί. Τα λαμπερά σημάδια, που έτρεχαν πάνω στους τοίχους, κάποιοι λέγαν και τη μέρα. Τη νύχτα όμως σίγουρα. Ήταν μικροί κύκλοι φωτεροί, σα να τους προκαλούσε κάποιος περίεργος φακός. Μα η μετακίνηση απέκλειε το ανθρώπινο χέρι. Ούτε η ταχύτητα ούτε η πορεία μπορούσαν να σημάνουν ανθρώπινη παρέμβαση. Και κάθε φορά προέρχονταν απ’ αλλού. Σαν ξαφνικά το υπερπέραν να εγκυμονούσε ολούθε και να τα ξόστελνε αδέσποτα, με την τελεσιδικία ενός τοκετού.
Αυτά κυνηγιόνταν δυο-δυο, τρία τρία με τον εαυτό τους και κατέληγαν στο σπίτι εκείνο. Του παράξενου γεράκου, δηλαδή. Αυτού που εμφανίστηκε μαζί τους, λίγα χρόνια πριν. Θα ΄χαν παρατηρηθεί αρκετές εκατοντάδες τέτοια αλογάκια, περισσότερα κι απ’ τους κατοίκους του χωριού. Ένα άλλο χωριό, συνεπώς, από οπτασίες εισέβαλε μυστικά στο δικό μας.
Κανένας δεν μπορούσε να βρει μια λογική εξήγηση. Συζητήθηκε το θέμα ευρύτατα, χωρίς άκρη. Το υπέρλογο δεν έχει άλλωστε κανόνες. Και βέβαια κέντρο των σχολίων και της κριτικής ο ..γεράκος. Ο δόλιος δεν τολμούσε να φανεί στο κέντρο, μοναχός του πάντα και οι ερωτήσεις τον κοσκίνιζαν. Οι φήμες ότι είναι μάγος οργίαζαν, μα το άκακο πρόσωπο του, ρυτιδιασμένο σα μωσαϊκό και διαφανές σχεδόν, μετρίαζε το μίσος.
Είχε κάτι σαγηνευτικό πάνω του. Σαν να εξέπεμπε ένα άηχο σιγανό σφύριγμα, που ημερεύει και τα πιο άγρια τσομπανόσκυλα. Πράγματι ούτε τα σκυλιά τον πείραζαν ούτε τον γαύγιζαν ούτε τα παιδιά τον κορόιδευαν, σάμπως μια αχλύς προστασίας να του εξασφάλιζε συμπάθεια.
Μα το ζήτημα δεν πήγαινε άλλο. Τα αλογάκια στους τοίχους τα είχαν δει όλοι. Δεν ήταν αποκυήματα λοιπόν, αλλά κατευθυνόμενα κύματα και μηνύματα και χρειάζονταν ερμηνεία και ξεκλείδωμα. Κι αφού οι μεγάλοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, αποφασίστηκε επιτροπή παιδιών να επισκεφτεί το περίεργο σπίτι. Να σημειώσουμε εδώ και τα άπρεπα, την ώρα που έλειπε ο γεράκος καλοθελητές του κοινοτάρχη, εισέβαλαν στο σπίτι του, μα δε βρήκαν τίποτα άλλο από φτώχεια, ανέχεια και τα άκρως απαραίτητα της διαβίωσης.
Κανένας φτεροπήγασος ή θαλασσινός ιππόκαμπος ή μονόκερως ή παραμυθένιος ιππόγρυπας, σε έγχρωμη μινιατούρα.
Τα παιδιά κάθισαν απέναντι του διστακτικά και συμμαζεμένα. Ο γεράκος τα κοιτούσε καλοκάγαθα, αμίλητος. Κανείς δεν άρχιζε τη συζήτηση. Και η ώρα περνούσε, άτεκνη. Μόνο το πρόσωπο του έλαμπε όλο και περισσότερο κοιτώντας τα παιδιά, με μια άφατη αγαλλίαση. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει. Τα λόγια σημάδεψαν τις ζωές των παιδιών.
Τους είπε για τη γαλήνη, για την ημεράδα, για τα ξεχασμένα λόγια των ανθρώπων. Τα παιδιά κοιτιόνταν αμήχανα. Ο γεράκος είπε πολλά και τα παιδιά κοιτούσαν. Κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει, ποιος ξέρει γιατί. Και ύστερα, άρχισε να ..λιώνει. Το πρόσωπο του πήρε να ραγίζει σε κομμάτια, μικροτρίζοντας. Και σε λίγο δεν υπήρχε ούτε πρόσωπο ούτε αυτός. Στη θέση του έμεινε ένας σωρός κρυσταλλάκια από το σώμα του. Γυαλιστερά κρυσταλλάκια. Ένας σωρός από γυαλί.
Ναι, έτσι έγινε. Διαλύθηκε σε γυαλί. Αφού ήταν ο Γυάλινος Άνθρωπος. Κάθε κρυσταλλάκι του φτιαγμένο από πολλά έγχρωμα ιπτάμενα αλογάκια, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τους καημούς των ανθρώπων, τα σβησμένα όνειρα ζωών, τα ανέκφραστα λόγια, τα τραγούδια που έμειναν στίχοι στο χαρτί, τους λυγμούς που δε βγήκαν, τις φωνές που δεν έσκουξαν, τις σκιές αγαπημένων που χάθηκαν, τις θύμησες φευγάτων που δε γύρισαν, τις γιατρειές που δεν ήρθαν, μαράζια αμάραντα.
Από το βιβλίο: “Το κρυμμένο Αριστούργημα του Ζοζέφ Ινεμπράο”, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Νίκος Τακόλας