Γράφει ο Τάσος Τσιαπλές*

Μια από τις κεντρικές αναπτυξιακές προτεραιότητες της αστικής τάξης της χώρας μας, όπως και στην Ε.Ε, είναι στο πλαίσιο της απελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης της ενέργειας, η μεγάλη αύξηση των καπιταλιστικών επενδύσεων στον τομέα της λεγόμενης «πράσινης» ενέργειας», με τις ΑΠΕ. Αναφερόμαστε κυρίως στις ανεμογεννήτριες, στα φωτοβολταικά, στη βιοενέργεια και στα μικρά υδροηλεκτρικά.

Με πρόσχημα την «προστασία» του περιβάλλοντος με την καθαρή ενέργεια και την παύση της καύσης του λιγνίτη, οι μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τομέα, επιδιώκουν την αύξηση των κερδών τους, έχοντας πλεονέκτημα στην κατασκευή των ΑΠΕ, αλλά και τη μείωση της εξάρτησής της ευρωενωσιακής καπιταλιστικής οικονομίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Την πλειοψηφία των μεγάλων επενδύσεων στη χώρα μας, την έχουν λίγες ντόπιες και ξένες εταιρείες (π.χ. ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ΕΛΛΑΚΤΩΡ, ENEL Green Power, EREN, Iberdrola Rokas, κ.α), που καρπώνονται και τις περισσότερες επιδοτήσεις. Βεβαίως η ανάπτυξη αυτού του τομέα, φέρνει κι άλλους επενδυτές.

Το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης εγκατάστασης ανεμογεννητριών στη χώρα μας, είναι τα υλικά και το καρπώνονται περίπου 5 εταιρείες από (Γερμανία, Δανία). Vestas έχει προμηθεύσει το 46,3% της συνολικής αποδιδόμενης αιολικής ισχύος στην Ελλάδα, η Enercon με 27,1%, η Siemens Gamesa με 16,3%, η Nordex με 5,5% και η GE Renewable Energy με 3,5%. Ειδικά για το Α’ εξάμηνο 2020 τις νέες ανεμογεννήτριες προμήθευσαν η Vestas 49,2%, η Enercon 41,8% και η Nordex 8,9%.

Αυτή η προτεραιότητα της αστικής τάξης για την ανάπτυξη ιδιωτικών επενδύσεων στις ΑΠΕ, υλοποιείται και στηρίζεται δραστήρια από όλες τις αστικές κυβερνήσεις (Ν.Δ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), απ’ όλα τα αστικά κόμματα, τις περιφέρειες και τους δήμους, αλλά και από μεγάλο αριθμό επιστημονικών & επαγγελματικών φορέων.

Στο πλαίσιο αυτό, εδώ και χρόνια έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας και στη Θεσσαλία, πλήθος τέτοιες μεγάλες και μικρές ιδιωτικές επενδύσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από (φωτοβολταικά, βιοενέργεια, μικρά υδροηλεκτρικά και ανεμογεννήτριες), οι οποίες τώρα επιταχύνονται, μετά και την επίσπευση της «απολιγνιτοποίησης», με την εγκατάσταση μεγάλων αλλά και μικρών τέτοιων επενδύσεων.

Στη Θεσσαλία, τα τελευταία χρόνια, έγιναν ή βρίσκονται σε πορεία υλοποίησης, μεγάλες και μικρές ιδιωτικές επενδύσεις φωτοβολταϊκών σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές των Δήμων Φαρσάλων, Κιλελέρ, Λάρισας, Τεμπών, Τυρνάβου, Αλμυρού, Ρήγα Φεραίου, Σοφάδων, Παλαμά, Καρδίτσας, Μουζακίου, Τρικάλων, Φαρκαδώνας.

Έγιναν και δρομολογούνται επίσης μεγάλες και μικρότερες μονάδες βιοενέργειας, σε περιοχές των (Φαρσάλων, Τεμπών, Τυρνάβου, Κιλελέρ, Ελασσόνας, Τρικάλων, Βόλου, κ.α) και ετοιμάζεται μεγάλη μονάδα παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο στο Δήμο Κιλελέρ.

Σε εξέλιξη βρίσκεται η ανάπτυξη και αιολικών σταθμών, με την εγκατάσταση εκατοντάδων ανεμογεννητριών στα Άγραφα, στην περιοχή του Ασπροποτάμου και Καλαμπάκας Τρικάλων, στον Κίσσαβο, στο Νότιο Πήλιο και στην περιοχή της Ελασσόνας, αφού εδώ θεωρούν ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξής τους. Σύμφωνα με την έκθεση του Α’ εξαμήνου του 2020, της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας, η Θεσσαλία, είναι η τελευταία περιφέρεια της χώρας, με μόλις 19 MW από ανεμογεννήτριες, ενώ στην πρώτη θέση είναι η Στερεά Ελλάδα, με 1.484,9 MW (38% της χώρας).

Αξιοποιούν επίσης και τον Ν. 4685/20, που ψηφίστηκε από την Ν.Δ, εν μέσω πανδημίας, ο οποίος αποτελεί ένα ακόμα κρίκο της προσαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στις ανάγκες της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, στο πλαίσιο της πολιτικής της “πράσινης – βιώσιμης” ανάπτυξης, της “πράσινης συμφωνίας” της Ε.Ε, που στον πυρήνα της έχει την εξυπηρέτηση των επενδύσεων των επιχειρηματικών ομίλων στις ΑΠΕ και την «πράσινη» ενέργεια.

Η Περιφέρεια Θεσσαλίας και οι Δήμοι της περιοχής, δεν μένουν απλά στην έγκριση των ΜΠΕ (εγκρίνουν την συντριπτική πλειοψηφία απ’ αυτές). Η Περιφέρεια Θεσσαλίας, στηρίζει και οικονομικά μια σειρά τέτοιες ιδιωτικές επενδύσεις μέσα από διάφορα επιδοτούμενα προγράμματα. Παράλληλα Περιφέρεια και Δήμοι, προβάλλουν και προσπαθούν να προσελκύσουν τέτοιες ιδιωτικές επενδύσεις.

Με το νόμο 4513/2018 που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μαζί με Ν.Δ, ΚΙΝΑΛ, ΠΟΤΑΜΙ και με «παρών» από την ναζιστική Χρυσή Αυγή και την Ένωση Κεντρώων, προβλέπεται η δημιουργία Ενεργειακών Κοινοτήτων (αστικοί συνεταιρισμοί), με σκοπό την παραγωγή, αποθήκευση, ιδιοκατανάλωση ή πώληση ηλεκτρικής ή θερμικής ή ψυκτικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ ή Σ.Η.Θ.Υ.Α ή Υβριδικούς Σταθμούς και πολλά άλλα.

Σ’ αυτές τις Ενεργειακές Κοινότητες, μπορούν να συμμετέχουν ως μέλη με μετοχές, (φυσικά πρόσωπα, ΟΤΑ α΄ βαθμού της ίδιας Περιφέρειας εντός της οποίας βρίσκεται η έδρα της Ενεργειακής Κοινότητας ή επιχειρήσεις αυτών, ΟΤΑ β’ βαθμού κατ’ εξαίρεση και τέλος νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εκτός των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου).

Με βάση αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, η Περιφέρεια και αρκετοί Δήμοι της Θεσσαλίας, αναπτύσσουν μια προπαγανδιστική δραστηριότητα με εκδηλώσεις που προβάλλουν τη σημασία των Ενεργειακών Κοινοτήτων και παράλληλα αρκετοί δήμοι προχωράνε στη συγκρότηση ή στη συμμετοχή τους σε Ενεργειακές Κοινότητες, που έχουν συσταθεί.

Παράλληλα οι Δήμοι και η Περιφέρεια, ενθαρρύνουν Ενεργειακές Κοινότητες, που συγκροτούν ιδιώτες και επαγγελματικοί φορείς. Προβάλλουν το επιχείρημα στους αγροτοπαραγωγούς και επαγγελματοβιοτέχνες, αλλά και στους οικιακούς καταναλωτές, ότι έτσι θα έχουν οικονομικά οφέλη (φθηνότερο ρεύμα, κλπ) και παράλληλα όφελος για το περιβάλλον.

Δηλαδή οι «νεκροθάφτες» της μικρομεσαίας αγροτιάς που υλοποιούν την ΚΑΠ της Ε.Ε και όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές, εμφανίζονται τώρα ότι φροντίζουν για την σωτηρία τους, ενώ στην πράξη δουλεύουν για το ξεκλήρισμά τους, για την συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λίγα χέρια, όπως και σε άλλους τομείς που υπάρχει μεγάλος αριθμός μικρών ΕΒΕ και φυσικά στον τομέα της ενέργειας.

Η σύσταση και λειτουργία “Ενεργειακών Κοινοτήτων” στη χώρα μας (στην Ε.Ε υπάρχουν εδώ και χρόνια), αποτελεί πλευρά της αντιλαϊκής πολιτικής της Ε.Ε για την απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας και την εξασφάλιση νέων πεδίων κερδοφορίας στους επιχειρηματικούς ομίλους, με την ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα.

Παρά τις υποκριτικές διακηρύξεις για “αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας”, “την πράσινη ανάπτυξη”, και άλλα εύηχα λόγια, οι  “Ενεργειακές Κοινότητες” αποτελούν νέο πεδίο κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους που επενδύουν στον χώρο των ΑΠΕ, είτε απευθείας, είτε μέσω κάποιων ΜΚΟ και «Συνεταιριστικών σχημάτων» και ΟΤΑ, οι οποίοι θα απολαμβάνουν σκανδαλώδεις παροχές (επιδοτήσεις, μακροχρόνιες φορολογικές ελαφρύνσεις, εγγυημένες από το κράτος τιμές πώλησης του ρεύματος, δάνεια και προνομιακή ένταξη στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του αναπτυξιακού νόμου και προγραμμάτων ΕΣΠΑ, κ.ά.). Οι Ενεργειακές Κοινότητες, ήδη αξιοποιούνται ως εργαλείο χρηματοδότησης επενδύσεων ΑΠΕ μεγάλων εταιρειών.

Παράλληλα αποτελούν και μέσο εξαπάτησης λαϊκών δυνάμεων, όπως έγινε παλιότερα με τα φωτοβολταϊκά, που οδήγησε στη χρεοκοπία εκατοντάδων μικροεπενδυτών, με κερδισμένους τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Κάτι που αποδεικνύει ότι είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς, ότι στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που έχει στο επίκεντρο το κέρδος, ότι μπορούν να σταθούν ισότιμα και διάφοροι μικροί συνεταιρισμοί και επιχειρήσεις και ιδίως στον τομέα της ενέργειας.

Επιπλέον αναδείχνεται και για την Θεσσαλία και γενικότερα για τη χώρα μας και ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα, που αφορά την υπονόμευση του αγροτικού παραγωγικού χαρακτήρα, με εγκατάλειψη της καλλιέργειας αγροτικών εκτάσεων που παράγουν, είτε διατροφικά, είτε βιομηχανικά προϊόντα απαραίτητα για ανθρώπινες ανάγκες (ένδυση), για την κτηνοτροφία, κλπ, για να εγκατασταθούν φωτοβολταικά, που έχουν και περιορισμένο χρόνο ζωής (15-20 έτη), με βαριές επιπτώσεις για το λαό.

Το ΚΚΕ και οι εκλεγμένοι του με τα ψηφοδέλτια της Λαϊκής Συσπείρωσης στην Περιφέρεια και στους Δήμους, τάσσονται ενάντια στις “Ενεργειακές Κοινότητες”, γιατί αυτές αποτελούν το “όχημα” κερδοφορίας του κεφαλαίου και εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων, ενσωμάτωσης των λαϊκών αντιδράσεων, με προκάλυμμα την “κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία”. Με μαθηματική ακρίβεια, η απελευθέρωση της ενέργειας -και μέσω των «Ενεργειακών Κοινοτήτων»- οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη ενεργειακή φτώχεια την πλειοψηφία του λαού.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ, εξασφάλισαν την κερδοφορία των συγκεκριμένων επενδύσεων, με την υποχρεωτική αγορά από το κράτος του παραγόμενου ρεύματος σε υπέρογκες τιμές, που τις πληρώνει ο λαός.

Οι επιπτώσεις από την απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση της ενέργειας, η επιβολή του λεγόμενου «φιλοπεριβαλλοντικού» χαρατσιού για τις ΑΠΕ και άλλων φόρων, οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρισμού στη χώρα μας και στην ενεργειακή φτώχεια, αφού οι συνολικές οφειλές στην ΔΕΗ ξεπερνούν το 1,7 δις. ευρώ, υπολογίζοντας ότι πάνω από το 40% είναι από λαϊκά σπίτια, που σε αρκετές περιπτώσεις τους έχει γίνει διακοπή ή απειλούνται με διακοπή ρεύματος.

Από την άλλη έχουμε ανάπτυξη των μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων ανεμογεννητριών στα βουνά της Θεσσαλίας και της χώρας, καταστρέφοντας και το φυσικό περιβάλλον, τις φωτοβολταϊκές επενδύσεις, που εγκαθίστανται μαζικά και καθ’ υπέρβαση ακόμα και σε γη υψηλής παραγωγικότητας, που οδήγησαν στη χρεοκοπία πολλών μικροεπενδυτών, με κερδισμένους τους επιχειρηματικούς ομίλους, την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και στην ενεργειακή φτώχεια το λαό.

Λένε, ότι θα δίνουν πιο φθηνό ρεύμα στα μέλη των Ενεργειακών Κοινοτήτων (μικρούς αγρότες, επαγγελματίες, εργαζόμενους) ή δωρεάν σε φτωχές οικογένειες που είναι δικαιούχοι του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης, του ΤΕΒΑ, αλλά κρύβουν επιμελώς, ότι αυτό θα το πληρώνουν, όπως και τώρα, μέσω του χαρατσιού για τις ΑΠΕ στο λογαριασμό τους, όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, μικροί αγρότες και επαγγελματίες. Δηλαδή οι λιγότερο φτωχοί, θα επιδοτούν τους πιο εξαθλιωμένους, που γεννά το σύστημα και οι πολιτικές των αστικών κομμάτων που το υπηρετούν.

Επίσης δεν λένε στους μικρούς αγρότες και ΕΒΕ, που τους υπόσχονται οφέλη με χαμηλότερο ρεύμα και κέρδη από το πλεόνασμα που θα πουλούν οι Ενεργειακές Κοινότητες, τι κεφάλαια θα κληθούν να βάλουν για να γίνουν «βιώσιμες», πότε θα κάνουν απόσβεση και τι νέα κεφάλαια θα τους ζητιούνται για να εκσυγχρονίζουν τις υποδομές τους, τι φόρους θα κληθούν αργότερα να πληρώσουν.

Το παράδειγμα με μικρούς αγρότες και άλλους, που επένδυσαν σε φωτοβολταικά, είναι αποκαλυπτικό. Αφού επένδυσαν, είτε από ίδια κεφάλαια, είτε από δανεισμό, τους κούρεψαν παλιότερα το έσοδο που ήταν να εισπράξουν από την πώληση του ρεύματος, καθυστερούν να τους πληρώσουν, τους αύξησαν την φορολογία από το 13% σε 25%  για έσοδα από φ/β, αλλά και πριν λίγο καιρό η κυβέρνηση, ανακοίνωσε ότι θα τους βάλει ένα ακόμα χαράτσι 6% επί του κύκλου εργασιών.

Η ενέργεια στον καπιταλισμό, υπηρετεί το κεφάλαιο, τον ανταγωνισμό για το ποιος θα ελέγξει το μεγαλύτερο κομμάτι της ενεργειακής πίτας. Η πρόσβαση στην ενέργεια είναι εμπόρευμα και όχι λαϊκό δικαίωμα. Το περιβάλλον και η δημόσια υγεία, δεν μπορούν να προστατευθούν ακριβώς λόγω της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος. Κατά συνέπεια, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι ενεργειακές επενδύσεις ή όχι. Το ερώτημα είναι “ενέργεια προς όφελος ποιανού, του λαού ή των επιχειρηματικών ομίλων”;

Για το ΚΚΕ και την Λαϊκή Συσπείρωση, η ενέργεια αποτελεί κοινωνικό αγαθό που πρέπει να αξιοποιείται για την ικανοποίηση των διευρυμένων αναγκών της λαϊκής οικογένειας (ανεξάρτητα αν πρόκειται για την οικιακή κατανάλωση ή την παραγωγή), στη βάση της αξιοποίησης της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής.

Οι ΑΠΕ, όπως και οι λιγνιτικές μονάδες που είναι αναγκαίες και με την εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, μπορούν να εξασφαλίσουν δραστική μείωση των ρύπων, μπορούν να παρέχουν ενέργεια επαρκή και φθηνή σε όφελος του λαού, μόνο ενταγμένες μέσα σε έναν κοινωνικοποιημένο ενιαίο φορέα παραγωγής και διανομής της ενέργειας, που θα λειτουργεί στο πλαίσιο της κεντρικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας. Αυτή η λύση, αντικειμενικά φέρνει στο προσκήνιο την εναλλακτική πρόταση του ΚΚΕ για εργατική εξουσία και οικονομία.

Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, οι εκλεγμένοι με την Λαϊκή Συσπείρωση, πρέπει να πρωτοστατούν σε κάθε περιοχή για την αποκάλυψη του ρόλου των Ενεργειακών Κοινοτήτων, της κυβέρνησης και της Τοπικής Διοίκησης, ώστε η εργατική τάξη, οι μικροί αγρότες και επαγγελματίες, να μην ξεγελιούνται από το σχετικά νέο “φρούτο” των ενεργειακών κοινοτήτων, αλλά να οργανώσουν την πάλη τους για ενέργεια, που θα είναι λαϊκή περιουσία και όχι πεδίο κερδοφορίας επιχειρηματικών ομίλων, ώστε να εξασφαλίζεται με επάρκεια και σε χαμηλή τιμή για τις λαϊκές ανάγκες και τις ανάγκες της χώρας.

*Ο Τάσος Τσιαπλές είναι μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ και επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης Θεσσαλίας

*Το larissanet.gr από την πρώτη ημέρα φιλοξενεί απόψεις συνεργατών, αρθρογράφων ή και αναγνωστών. Τα συγκεκριμένα άρθρα και οι συνεργασίες δεν εκφράζουν πάντα την άποψη της εφημερίδας μας

Πηγή: larissanet.gr