Πώς προσεγγίζει κανείς τον Προυστ; Η θέση του στα γαλλικά γράμματα του εικοστού αιώνα δεν επιδέχεται αμφισβήτησης από κανέναν. Το επτάτομο έργο ζωής του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, ένα έργο σχεδόν ενός εκατομμυρίου λέξεων και τεσσάρων χιλιάδων σελίδων θεωρείται το σημαντικότερο γαλλικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα. Άλλοι πάλι το κατατάσσουν ως το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο όλων των εποχών στη γαλλική γλώσσα. Η θέση του Προυστ στην εξέλιξη του μοντέρνου μυθιστορήματος συγκρίνεται μονάχα με εκείνη που απολαμβάνει ο Τζόις στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Από την άλλη, η δυσκολία στην ανάγνωση του πλήρους έργου του είναι πλέον παροιμιώδης, ενώ δεν είναι και λίγοι όσοι έχουν σοβαρές ενστάσεις γύρω από σημαντικές πτυχές της γραφής του. Πώς λοιπόν να τον προσεγγίσει κανείς; Τι μπορώ να γράψω που να αποτελεί μια ισορροπημένη εισαγωγή στο πολυσχιδές έργο του, ιδιαίτερα για όσους δεν έχουν διαβάσει ούτε σελίδα του; Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά.

Ο Μαρσέλ Προυστ γεννήθηκε το 1871 στο Παρίσι, γιος ενός εξέχοντα παθολόγου και μιας ευκατάστατης αλσατικής, εβραϊκής καταγωγής. Όντας ασθενικός από την παιδική του ηλικία, πέρασε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του κλεισμένος μέσα, κάτι που ενεργοποίησε τη φαντασία και την αναλυτική του ικανότητα. Η ζωή του ταυτίζεται με τη θεμελίωση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας μετά την ντροπιαστική ήττα του Γαλλοπρωσικού πολέμου, και τις ριζικές κοινωνικές ανακατατάξεις στη γαλλική κοινωνία. Για χρόνια συνέλεγε εμπειρίες από το κοσμικό Παρίσι, μελετούσε λογοτεχνία, φιλοσοφία και εντρυφούσε στις εικαστικές τέχνες και ιδιαίτερα στη θεωρία τέχνης του σπουδαίου Βρετανού Τζον Ράσκιν. Τη συγγραφή του μνημειώδους έργου του ξεκίνησε μόλις το 1909, στα τριάντα οκτώ του, με τον πρώτο τόμο «Από τη Μεριά του Σουάν» να εκδίδεται το 1913.

Θεματικά, ο Προυστ ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τις προνομιούχες ανώτερες τάξεις των μεγαλοαστών και ευγενών, γράφει κομψή, σχεδόν λεπτεπίλεπτη και αριστοτεχνική πρόζα, είναι πανθομολογούμενα σπουδαίος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχολογίας και ιδίως των αναρίθμητων αποχρώσεων του συναισθηματικού πλούτου, είναι εξέχων ηθογράφος – παρατηρητής ετικέτας και συμπεριφορών, πομπός μιας απαράμιλλης αισθητικής. Από την άλλη υπήρξε και κατηγορούμενος για μια σειρά από «αδικήματα»: ότι η εξέλιξη των έργων του ήταν βασανιστικά αργή και η (στοιχειώδης) πλοκή του ήταν περιορισμένη στα σαλόνια και τους κήπους της «καλής» κοινωνίας, ότι αποτελούσε ελιτίστικη εστέτ, ότι η απόδοση του ψυχισμού των χαρακτήρων του ήταν εξαντλητικά υπέρ-αναλυτική και οι περιγραφές του κουραστικά λεπτομερειακές, μεταξύ πολλών άλλων. Σε ένα (άδικο και μονόπλευρο, είναι αλήθεια) άρθρο της η Βρετανίδα συγγραφέας και κριτικός Ζερμέιν Γκριρ προχωράει στο παρακάτω σχόλιο: «…[ο Προυστ επιδεικνύει] προφανή περιφρόνηση για την παράγραφο. Αναθέτει στα κόμματα και τις άνω τελείες τη δουλειά που έπρεπε να κάνουν οι τελείες, οι οποίες είναι ελάχιστες και συνήθως σε λάθος σημείο. Οι προτάσεις συχνά καταλήγουν να έχουν χιλιάδες λέξεις και να περικλείουν δεκάδες δευτερεύουσες προτάσεις μέχρι που ο αναγνώστης έχει ξεχάσει ποια ήταν η κύρια πρόταση και αν όντως υπήρξε». Ο Προυστ πράγματι προσπαθεί να εξαντλήσει λεπτομερειακά ένα κύριο νόημα το οποίο επιχειρεί να αναλύσει με επιπλέον παρομοιώσεις και να ακολουθήσει κάθε κλωστή που αποκλίνει από το κεντρικό νήμα εντός μίας συμβατικής πρότασης. Σε αυτό όμως δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα από συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς, και αυτό εν μέρει οφείλεται σε μια τόσο οξυδερκή παρατηρητικότητα που προκειμένου να εισχωρήσει σε απύθμενο βάθος κάτω από τα επιφανειακά όρια της συνείδησης, χρειάζεται και την ανάλογη γλώσσα και σύνταξη.

First galley proof of A la recherche du temps perdu: Du côté de chez Swann with handwritten revision notes by Marcel Proust

Ο μεγάλος Αμερικανός κριτικός Έντμουντ Ουίλσον σχολίασε ότι συχνά περνάει απαρατήρητη η πληθώρα σατιρικών και χιουμοριστικών σκηνών στον Προυστ. Συμπλήρωσε όμως ότι αυτές λαμβάνουν χώρα κυρίως από τον τρίτο τόμο (Από τη μεριά των Γκερμάντ) και μετά, κι αυτό διότι αρχικά ο Προυστ ήθελε να χωρίσει το έργο του σε τρία βασικά μέρη, στα οποία παρατηρεί κανείς την εξέλιξη του κεντρικού αφηγητή και τη σταδιακή του ωρίμανση από παιδί σε νεαρό άντρα, εξέλιξη την οποία θα αντανακλούσε και το ύφος της γραφής. Στα πρώτα δύο μέρη της επταλογίας του Προυστ, το ύφος, σύμφωνα με τον Ουίλσον, εκφράζει τον υποκειμενικό εσωτερικό κόσμο του υπερευαίσθητου και νευρασθενικού αφηγητή ο οποίος είναι ακόμα παιδί, με αποτέλεσμα να μοιάζει με μια διαρκή ονειροπόληση. Αργότερα όμως, όταν και ο υποκειμενικός εσωτερικός κόσμος δίνει τη θέση του στον εξωτερικό αληθινό κόσμο και παράλληλα ο αφηγητής ενηλικιώνεται, παρατηρούμε πολύ περισσότερες σκηνές κοινωνικών εκδηλώσεων που χαρακτηρίζονται από καυστική σάτιρα και χιούμορ. Γι’ αυτό και ο Ουίλσον υποστήριξε ότι ένας από τους λόγους που ο Προυστ έχει αποκτήσει τη φήμη του «στρυφνού» και κουραστικού συγγραφέα είναι ότι η πλειοψηφία των αναγνωστών που μπαίνουν στον κόπο να ξεκινήσουν αυτό το αναγνωστικό ταξίδι σπάνια ξεπερνάνε τον δεύτερο τόμο, νομίζοντας ότι το ύφος είναι παγιωμένο και άρα θα είναι ίδιο και στη συνέχεια. Μάλιστα θεωρούσε ότι και ο ίδιος ο Προυστ είχε τον ίδιο προβληματισμό:

«Έτσι λοιπόν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, όχι απλά να εκτιμήσουμε την επιτυχία του Προυστ ως καλλιτέχνη, αλλά ακόμα και να τον διαβάσουμε σωστά… ο ίδιος πάντοτε ανησυχεί στις επιστολές του ότι τα πρώτα μέρη του μυθιστορήματος αν διαβαστούν χωρίς τα υπόλοιπα μπορεί να φανούν ασυνάρτητα και ακατανόητα, ή διαμαρτυρόταν στους κριτικούς που τον κατηγορούσαν ότι ακολουθούσε μια τυχαία αλληλουχία ιδεών: “Εκεί που αναζητούσα θεμελιώδεις νόμους, με περιέγραφαν σαν να έχω εμμονή με τη λεπτομέρεια”». Η μοναδική του ικανότητα να παρατηρεί λεπτομέρειες αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι της ιδιοφυίας του αλλά και αναπόφευκτη συνισταμένη της αναγνωστικής δυσκολίας,

Πολλά έχουν ειπωθεί και για τη βραδύτητα του ρυθμού του Προυστ, καθώς μπορεί πράγματι να αφιερώσει δεκάδες σελίδες στο να περιγράψει μια απλή σκηνή, ένα χαιρετισμό, μέχρι και ένα φευγαλέο βλέμμα. Ο Αλέν ντε Μποτόν στο δημοφιλές δοκίμιό του «Πώς ο Προυστ Μπορεί να Αλλάξει τη Ζωή Σας» (το οποίο παρεμπιπτόντως είναι λιγότερο λογοτεχνικό δοκίμιο και περισσότερο ένα ευρηματικό self-help εγχειρίδιο), αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο ότι αυτό είναι από τα πιο θετικά στοιχεία του Προυστ, καθώς μας αναγκάζει να επιβραδύνουμε κι εμείς τους φρενήρεις ρυθμούς που απορρέουν από την καθημερινότητα και να μπορέσουμε να δώσουμε την αρμόζουσα προσοχή στα πράγματα, ώστε να καταφέρουμε εν τέλει να εκτιμήσουμε ό,τι προηγουμένως πέρναγε απαρατήρητο. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα σκέψη, αλλά δεν καθιστά την ανάγνωση του έργου του Προυστ ευκολότερη. Μπορεί όντως κανείς να θαυμάσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο Προυστ επιτυγχάνει να διεισδύσει κάτω από την επιφάνεια ακόμα και του πιο κοινού και συνηθισμένου γεγονότος προκειμένου να διερευνήσει ανεπαίσθητους συναισθηματικούς συσχετισμούς, ή όπως αναφέρει ο Ξενοφών Λευκοπαρίδης στο επίμετρό του στη μετάφραση του Παύλου Ζάννα στην Εστία: «Απορεί κανείς με τον πλούτο και την έκταση της ευαισθησίας του. Λες κι έχει συμπληρωματικά αισθητήρια που λείπουν απ’ τους άλλους ανθρώπους και του επιτρέπουν ν’ αδράχνει κραδασμούς τόσο ελαφρούς που θα περνούσαν απαρατήρητοι και θα πήγαιναν χαμένοι, αν δεν υπήρχε ο τέλειος δείκτης της ευαισθησίας του… ξεσκεπάζει τα’ αναποκάλυπτα, τα’ ανομολόγητα ελατήρια της ψυχής, τσακώνει το μυστηριακό οργασμό του υποσυνειδήτου…».

Όμως το έργο του είναι τόσο πυκνό σε αυτού του είδους τις αναλυτικές και περίτεχνες περιγραφές των λεπτών αποχρώσεων της συνείδησης, αλλά και σε ευφυέστατες αν και περίπλοκες παρατηρήσεις πάνω στην ανθρώπινη αντίληψη, (οι οποίες μάλιστα διανθίζονται από ασυνήθιστες μεταφορές και παρομοιώσεις), που ο αναγνώστης αδυνατεί να τις απορροφήσει όλες. Άρα ο μοναδικός τρόπος να μπορέσει να χωνέψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό τον πλούτο είναι να διαβάζει αργά και με πολλές δόσεις.

Τελικά όμως, ίσως ο καλύτερος τρόπος να περιγράψω τον Προυστ είναι να αφήσω τον ίδιο να το κάνει μέσα από τη γραφή του. Το παρακάτω σύντομο απόσπασμα εντοπίζεται στη μέση του τρίτου τόμου «Η Μεριά του Γκερμάντ». Η γιαγιά του αφηγητή έχει μόλις πεθάνει κι εκείνος εκφράζει το συναίσθημα που του προκαλεί η εικόνα της:

Τώρα όμως, αντίθετα, [τα μαλλιά της] ήταν τα μόνα που τοποθετούσαν το στεφάνι των γηρατειών πάνω στο ξανανιωμένο πρόσωπο απ’ όπου είχαν χαθεί οι ρυτίδες, οι συσπάσεις, τα φουσκώματα, τα τανύσματα, τα βαθουλώματα που, τόσα χρόνια τώρα, της είχε προσθέσει ο πόνος. Όπως στα περασμένα χρόνια, τότε που οι γονείς της τής διάλεξαν έναν σύζυγο, είχε τα χαρακτηριστικά λεπτότατα ζωγραφισμένα από την αγνότητα και την υποταγή, τα λαμπερά μάγουλα μιας σεμνής προσδοκίας, ενός ονείρου ευτυχίας, ακόμη και μιας αθώας ευθυμίας, που τα χρόνια είχαν σιγά σιγά καταστρέψει. Η ζωή αποχωρώντας είχε μόλις πάρει μαζί της τις ψευδαισθήσεις της ζωής. Ένα χαμόγελο είχε θαρρείς σταθεί στα χείλη της γιαγιάς μου. Πάνω σ’ αυτό το νεκροκρέβατο ο θάνατος, σαν γλύπτης του Μεσαίωνα, την είχε αφήσει ξαπλωμένη με την όψη κοπέλας.

Εδώ λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ένα απόσπασμα τόσο σπαρακτικής ομορφιάς που προκαλεί ανατριχίλα. Είναι το είδος της γραφής που μπορεί να προκύψει μονάχα από μια σπάνια μεγαλοφυΐα και αυτή η σύντομη παράγραφος από μόνη της μπορεί να συνοψίσει το τι σημαίνει ο Προυστ καλύτερα από τις 1500 λέξεις του κειμένου που έχω γράψει.

Πηγή: elculture.gr