Η Ελένη Στασινού γεννήθηκε στην Πάτρα το 1948, από εργατική οικογένεια, γεγονός που θεωρεί απολύτως τιμητικό. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στo Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έργα της είναι οι ποιητικές συλλογές “Οι οδύνες της μετάλλαξης” και “Πιο πέρα”, τα μυθιστορήματα “Η κουμπάρα η Μαργαρίτα”, “Απόδραση προς το φως”, “Ο Στέφανος του ελαιώνα”, “H Aγία πόρνη της καρδιάς του” (best seller 2001), “H αυτοκρατορία των δήθεν”, “Οντισιόν”, “Νύχτες υποταγής”, ενώ συμμετέχει στο συλλογικό “Το λιμάνι της ζωής μου”. Το 2011 “Η γυναίκα των Δελφών” επιλέγεται από το INSULA EUROPEA (με άλλες επτά συγγραφείς από την Ευρώπη,) ως αντιπροσωπευτικό έργο Ελληνίδας συγγραφέως, στις εκδηλώσεις Voci femminili inedite dall’Europa. Δικά της έργα είναι επίσης “Ο Χορός των Κρυστάλλων”, ιστορικό μυθιστόρημα, “Οι Πιρογιέρηδες του έρωτα”, παραμύθι για μεγάλους που εκδόθηκαν το 2015, “Βρωμοθήλυκα της ιστορίας” και “Μαινάδες του Κηφισού” που κυκλοφόρησαν τον 2016 και το 2018 αντίστοιχα από τις Εκδόσεις Γκοβόστη.

Πόσο ένοχες θα είναι καταστρέφοντας ένα παράνομο φορτίο αλατιού; Από πού έλκει τη δύναμή του το Αλάτι, ώστε να τιμωρείται όποιος ασχημονεί εις βάρος του, όποιος δεν μετρά και δεν υπολογίζει την αρχέγονη δύναμή του, όποιος δεν σέβεται τη θέση του στην αλυσίδα της ζωής μας και της ζωής πέραν της ζωής; Υπάρχουν δυνάμεις -όπως η αγάπη και η φιλία- που να δύνανται να αναχαιτίσουν την απονομή αυτής της ανώτατης δικαιοσύνης; Ή η αρχαία του μνήμη διαχέεται στις γενιές καθορίζοντας συμπεριφορές και πεπρωμένα; Υπάρχει θάνατος που μπορεί να χαρακτηρισθεί “κομψοτέχνημα”; Να είναι αλήθεια πως ο έρωτας μπορεί να ζωντανέψει ένα νεκρό σώμα; Ότι οι άνθρωποι δύνανται να περπατήσουν στο νερό; Τα παραμύθια του αλατιού που λέγονται στις Αλυκές τις νύχτες της ξεκούρασης, τι ρόλο μπορεί να παίξουν στις ζωές των πρωταγωνιστών; Μπορεί το αλάτι με κάποιον ανεξήγητο τρόπο να προκαθορίσει τη μοίρα των ηρώων μας, μπορεί να βοηθήσει σε αυτοκάθαρση η κάθαρση μέσω τιμωρίας; Αγγίζει την εποχή μας η πεποίθηση της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων, που καθοριζόταν από το σχήμα ύβρις - άτη - νέμεσις - τίσις; Είναι τελικά το δαιμονοποιημένο στοιχείο της ατυχίας ή μήπως έχει την υπερφυσική δύναμη που πίστευαν οι Αλχημιστές, οι μάγοι, και οι σοφοί; Σε μια χώρα που η ανθρώπινη γλώσσα ελάχιστα περιέγραψε, τη χώρα του αλατιού, όλα είναι δυνατά. Και καθώς η ιστορία των νυχτερινών παραμυθιών με το “τρόπαιο” που θα δοθεί στον άριστο αφηγητή θα επαναλαμβάνεται, θα αναρωτηθούμε πόσο τέλειος είναι αυτός ο κόσμος που πάντα θα ολοκληρώνει σε κύκλους αρχετυπικούς το καθετί που δείχνει τυχαίο.

 

 

 

Στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, ο έρωτας μεταξύ μιας Χριστιανής κι ενός Αλβανού-Λαλιώτη θα οδηγήσει σε τραγωδία. Μια καρφίτσα περίτεχνη με έναν διαμαντένιο κύκνο, θα ταξιδέψει μέχρι τις μέρες μας, δίνοντας τη δυνατότητα στους κατόχους της, να αναβιώσουν το πάθος, τον ηρωισμό, την αυτοθυσία των ερωτευμένων πρωταγωνιστών. Ένα ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο: Κεντρική Πελοπόννησος, Κεφαλλονιά, Πάτρα, Πειραιάς, Αθήνα. Σε εποχές αγώνων, προδοσιών, ηρωισμών. Με ανθρώπους που παλεύουν την άγνοια και τη φτώχεια, με ανθρώπους που βρίσκονται ανάμεσα στις ευρωπαϊκές ιδέες του Διαφωτισμού, και την εντόπια οπισθοδρόμηση. Και μέσα σε όλο αυτό το εκρηκτικό κλίμα οι γυναίκες. «Βρωμοθήλυκα της Ιστορίας» που δεν χειραγωγήθηκαν από οικογενειακά, πολιτισμικά ή κοινωνικά καθεστώτα. Γυναίκες που με τη στάση τους πήγαν τη γυναικεία φύση, τον έρωτα, την προσφορά, την ίδια την κοινωνία, λίγο πιο πάνω. Εκεί όπου μόνο μια γυναίκα μπορεί να αναγάγει σε ιδέα, την πεζή πραγματικότητα. Δύο αιώνες. Πέντε μάχες. Πέντε δυνατότητες. Πέντε Έρωτες.

 

 

Μια μυστηριώδης θηλυκή μορφή χορεύει τις νύχτες πάνω στις στέγες του αρχοντικού των Μαρινέλι. Ένας άνδρας με λευκά μάτια θα την αντικρίσει και η ζωή του θα αλλάξει για πάντα. Μια ερωτική ιστορία θα εξελιχθεί που πάνω της θα παιχτεί το δράμα της σύγκρουσης δυνάμεων, προσωπικών, συναισθηματικών, εθνικών και κοινωνικών. Και το πεδίο αυτού του δράματος : η άγονη σικελική γη, όπου στρατιωτικοί και αριστοκράτες, καταπιεστές και επαναστάτες, καθώς και ατίθασοι, εξεργεμένοι φτωχοί, θα ανάψουν τη θρυαλλίδα, ώστε να ξεσπάσουν τελικά οι θυελλώδεις ταραχές που θα οδηγήσουν σε εκείνη τη μεγάλη σφαγή στο Caltavuturo, τον Ιανουάριο του 1893. Η Ελένη Στασινού πλάθει μια εντυπωσιακή τοιχογραφία με φόντο την Σικελία του τέλους του 19ου αιώνα, μπλέκοντας τα αληθινά ιστορικά γεγονότα και τα μυθοπλαστικά στοιχεία σε μια σαγηνευτική και φλογερή αφήγηση για την ενηλικίωση, την αλλαγή, τον έρωτα και τα πάθη του, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τη θρησκεία και, πάνω από όλα, την ελευθερία και το κόστος της απόκτησής της.

 

 

 

 

Σαν λοιπόν δεν συνέβαινε τίποτε απ’ αυτά, οι κάτοικοι τρισευτυχισμένοι, χαίρονταν τις ομορφιές της ζωής,κι όλα τα βλέπανε με τα καλά τους χρώματα. Και σαν κοιμούνταν, ο ύπνος τους, μικρών παιδιών. Αυτόν τον ύπνο μέσα στη νύχτα έρχεται να διακόψει μια φωνή, έξω από τη μικρή κατοικία, που ζουν η Ιάνα κι η μικρή της κόρη Σάναμα… Η Σάναμα είναι η δύναμη, που γυρνάει και κλώθει την αγάπη στα στρατόπεδα του μίσους, σπέρνει την αγάπη που σαν ψηλώσει παίρνει το μπόι των άστρων διαπερνά τα Βασίλεια και τις ψυχές. Ότι πυρώνει είναι έρωτας είναι η μυσταγωγία της αγάπης το θαύμα που δεν είναι θαύμα. Μύστης μυστήριος, δημιουργός, τοξευτής στενή οπή η Σάναμα ο Άμανας κι ο μύθος τους ένα παραμύθι με διδαχές, διάχρονα εγχειρίδια που χύνονται ακόμα στο Δέλτα του ποταμού Κατζίρ. Κάθε χρόνο την ίδια μέρα και ώρα, άνοιγε και διάβαζε αυτές τις γραμμές. Κάποτε θα βρουν τρόπο να περάσουν από μια χαραμάδα μέσα στην ψυχή σου και τότε όλα θα αποκτήσουν άλλο νόημα. Πάνος Λαμπρίδης Τραγουδοποιός

 

 

 

 

Η Πηγή, όμορφη κι αέρινη σαν νεράιδα του δάσους, μεγαλώνει με τον πατέρα της, άνθρωπο προοδευτικό για τα δεδομένα της εποχή του Όθωνα και των Βαυαρών αντιβασιλέων. Στους Δελφούς, η ζωή κυλά πάνω στα παλιά ήθη που θέλουν το κορίτσι αδύναμο και σκιά του άνδρα. Όμως η Πηγή είναι διαφορετική. Θα ερωτευθεί τον νεαρό Δανιήλ και θα του δοθεί με όλη της την καρδιά. Ο Μιχαήλ, ο μεγαλύτερος αδελφός του αγαπημένου της, τυφλωμένος από τον ερωτικό πόθο, θα γίνει αδελφοκτόνος. Φονιάς και ξεγραμμένος απ’ όλους, θα κρυφτεί στα βουνά και θα ενωθεί με τους ληστές… Ζει με μια και μόνο ελπίδα: να μπορέσει μια ημέρα να κερδίσει την Πηγή, τη μεγάλη αγάπη της ζωής του…

 

Η Σάσα, ανήλικη από χώρα που δοκιμάζεται, φυγαδεύεται από τον Άντζελο, διασχίζοντας τα βουνά, για να φτάσει στη “Γη της Επαγγελίας”. Εδώ, μετά τους σωματικούς και ψυχικούς βιασμούς που στιγμάτισαν την παιδική της ηλικία, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του σωτήρα της, έως ότου λίγο καιρό μετά αντιληφθεί ότι το μόνο που άλλαξε ήταν το πρόσωπο του δυνάστη. Μια νύχτα χειμωνιάτικη, οικτρά κακοποιημένη στο Άλσος, εκεί που θα νομίσει ότι όλα έχουν χαθεί, μια σπίθα θα ανάψει στο πίσω μέρος της καρδιάς της, που θα την κρατήσει ζωντανή, εφόσον ο ωραίος άγνωστος, θα σκύψει με συμπόνια από πάνω της. Ο Ιωάννης, αριστούχος της Νομικής, πάμφτωχος και ακέραιος, γιορτάζει με φίλους το τέλος των σπουδών, ώσπου η νύχτα γιορτής, μετατρέπεται σε εφιάλτη, εφόσον κάποιος που γλεντά με δυό κορίτσια, μαχαιρώνει το ένα και φεύγει τρέχοντας. Κι ενώ όλοι θα μείνουν μακριά από το γεγονός, ο Ιωάννης, θα φυγαδεύσει την άλλη κοπέλα να ξεφύγει… στο πρόσωπό της οποίας θα αναγνωρίσει την κακοποιημένη άγνωστη μιας χειμωνιάτικης νύχτας… Στο φοιτητικό του δωμάτιο, η Σάσα και ο Ιωάννης θα περάσουν το πλέον καυτό καλοκαίρι. Δέκα χρόνια μετά, η Σάσα θα έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια ότι πέρασε μια ζωή υποταγμένη. Στον πατέρα, στον σωτήρα, στην ανάγκη, στον έρωτα. Κι η αλήθεια αυτή την προκαλεί να πάρει θέση. Θα μείνει η εναλλακτική; Η ερωμένη του δώματος; Η εχθρά των θεσμών; Ή θα υψώσει το κουρεμένο κεφάλι και θα αξιώσει τη ζωή της, αντί να είναι η Αναστασία της υποταγής;

 

Η αγγελία έγραφε: “Ζητείται κυρία σοβαρή από υπερήλικα απόστρατο του Πολεμικού Ναυτικού με σκοπό το λευκό γάμο”. Ο ρόλος χιλιοπαιγμένος, ο σκηνοθέτης άγνωστος όπως κι η μοίρα και η οντισιόν προκαθορισμένη για όλες από τα γεννοφάσκια τους. Κι όμως, η Λένα, η Μάρα, η Τίνα, η Μάτα και η Ιρίνα, πέντε γυναίκες τόσο διαφορετικές μα κατά βάθος τόσο ίδιες μεταξύ τους, είναι εκεί, στον προθάλαμο, σαν έντομα φυλακισμένα στη ζέστη αναποδογυρισμένου ποτηριού, έτοιμες για τη μεγάλη ερμηνεία της ζωής τους. Η καθεμιά παρίσταται αδιάντροπα και προσπαθεί να πείσει ότι όλες οι άλλες είναι κατώτερές της, ώστε να εξασφαλίσει το ρόλο που θα τη βγάλει από την προσωπική της αφάνεια. Τέτοια ευτέλεια που αλλού θα τη βρεις σε όλο το μεγαλείο της, παρά σε μία οντισιόν για ψυχές;
Ο πατέρας είχε φέρει υλικά από παντού. Αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το αποτέλεσμα να είναι ογκώδες και κακόγουστο. Εκείνος, βέβαια, δεν το έβλεπε έτσι. Το ‘λεγε “τ’ αρχοντικό μου”. Τότε ήταν που τη θέση του στέγαστρου πήρε μια ράμπα τσιμεντένια που διέσχιζε όλο το κτήμα και που μπορούσε να παρκάρει την καινούργια του Μερσεντές που ‘φερε από τη Γερμανία, όπως και τα αυτοκίνητα όσων φιλοξενούσε. Δηλαδή κανενός. Γιατί ποτέ δε φιλοξένησε άνθρωπο, προφυλάσσοντας έτσι την τιμή του σπιτιού του από επίδοξους ανταγωνιστές και αντεραστές. Ο φράχτης του οικοπέδου έγινε μάντρα με δύο πλίθες, που μετά γίνανε τέσσερις κι ύστερα έξι και σοβαντισμένες. Μια νύχτα έγινε κι ένα “μεγάλο θαύμα” που ο πατέρας τους όρκισε να μην το πουν σε ψυχή. Επειδή ο καλός Θεός τους αγαπούσε, μεγάλωσε το κτήμα τους κάπου δέκα μέτρα κι εκεί που μια ψωμωμένη συκιά ήταν έξω από το σπίτι, τώρα είχε φυτρώσει στο μέσα ακριβώς μέρος της μάντρας τους. Ένα πρωί μάλιστα, μετά από μια νύχτα χειμωνιάτικη που ακούγονταν παράξενα χτυπήματα, σαν ανοίξανε τα παράθυρά τους προς το βουνό, είδαν πως η μάντρα είχε ψηλώσει δύο σειρές ακόμα και πως στην άκριά της είχαν φυτρώσει γυαλιά. Πολλά γυαλιά. Λεπτά και χοντρά γυαλιά. Τότε ήταν που η μητέρα Σεμέλη είχε πει σε κάποια φίλη της στο τηλέφωνο: “Νομίζει ότι επειδή σηκώνει τοίχους, μπορεί να μας φυλακίσει…”

 

“Τώρα θέλω να το μπάσεις αργά αργά, με το μαλακό στο νόημα. Πλύνε το, ντύσε το, χόρτασέ το. Κράτησέ το μακριά από τις στρίγκλες, τις λαίμαργες… Ένα παιδάκι είναι. Με το μαλακό. Έχει καιρό μπροστά του να δει την ασκήμια. Μάθε το να μιλάει σαν πρέπει, να σέβεται, να ντύνεται, να φέρεται. Τώρα είναι ένα ζωάκι. Που σαν να έφυγε από τσίρκο που καιγόταν. Τώρα, οικογένεια ήταν; Πατρίδα ήταν; Θα σε γελάσω. Τη βαφίσαμε Λουίζα. Γιατί μοιάζει - είπε η Λία - με φυτάκι ακόμα. Κάμε τη λοιπόν να ανθίσει, μπας και μοσχομυρίσει το βρομερό μπορντέλο μας.”

 

 

Δέκα συγγραφείς γράφουν για το Λιμάνι της Ζωής τους. Άλλοι εντός θέματος, άλλοι εκτός, όλοι όμως με ένα στόχο: την απόλυτη συνέπεια στο συγγραφικό τους ύφος που τους κάνει να ξεχωρίζουν. Ένα βιβλίο που θα συγκινήσει, θα προκαλέσει, θα εξοργίσει, ένα βιβλίο που θα ταξιδέψει τον αναγνώστη σε λιμάνια αλλόκοτα, πραγματικά ή φανταστικά, σε λιμάνια ζωής…

 

 

Πηγή: Βιβλιονέτ και https://www.facebook.com/elenistasinou