καθὼς οἱ Πλειάδες ἀνατέλλουν
ἕνας μυρμηγκοφάγος
μόνος κι αὐτὸς στὴν ἐρημιά του
μὲ τὴ μουσούδα χωμένη στὸ χῶμα
λέξεις σχεδιάζω καὶ γὼ
σὰν πέτρες στὸ μυαλό μου
μέ μεγάλη προσοχὴ τὶς βυθίζω
μετὰ
τὴ φυλακὴ μου μὲ αὐτὲς
περίτεχνα χτίζω
Τί νὰ κάνω
τὰ δάχτυλά μου
σὲ ἕνα βουνὸ χαρτιὰ
πιάνουν ζωὴ καὶ σηκώνουν μικρὴ
ἀκυρωμένες ἐπιταγὲς ἀδιάκοπα
ταξινομοῦν
ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἀπάνεμη σελίδα
ἀπὸ τὸ χάρτινο παραθύρι μου μόνο κυττῶ
τὸ κλεφτὸ ξετύλιγμα τῆς ζωῆς μου βλέπω
περιπλανώμενο τσίρκο δηλαδὴ
χωμένο σὲ λάσπες σὲ ποιήματα πεθαμένο
τὴ φθορὰ μου ἄντυτος ἀτημέλητος
μέσα σὲ ὑπόγεια τὴν ἀπόγνωσὴ μου
ψαχουλεύω
καθρέφτη δὲν ἔχω δὲν κρατῶ
τί νὰ δῶ
ἄδειος
σὰν ἄδειο γέρασμένο κελάρι
κενὴ σελίδα
λάμπει κι ὁ ἥλιος χωρὶς φῶς
σὲ μιὰ σιωπὴ ποὺ ἔχει κι ἄλλη περισσότερη
αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ
ἡ ζωὴ μου
μὲ τὴν καθαρὴ ἀψεγάδιαστη γεωμετρία της
ἕνα παγερὸ ἄδειο κελὶ γιὰ ἐπίμονους
πεινασμένους μηρμυγκοφάγους
ὄχι γιὰ ποιητὲς
ἕνα μαῦρο χαμένο ἱστιοφόρο
μὲ τὸ ἴδιο ἀγκομαχητὸ τοῦ ἔρωτα
καὶ τοῦ θανάτου
μὲ τρόπους ἀπεγνωσμένης ἐξαφάνισης
σὲ δαγκωμένα ποιήματα