Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Ξόδεψα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια βοσκώντας ένα ζευγάρι βοδιών, μιας αγελάδας και ενός μοσχαριού.
Την σχέση μου με το μοσχαράκι, αν και δεν περιγράφεται με λόγια, θα τολμήσω να σας την παρουσιάσω αμέσως. Πρόκειται για μια ακαταλαβίστικη αγάπη. Και πώς να μην ήταν τέτοια, αφού χρειάστηκε να περάσουν μήνες μέχρι να αποκρυπτογραφήσω εκείνο το «μούουουουου…» και το οποίο σήμαινε σ’ αγαπώ! Έστω και υστερόβουλα!
Κι αφού είχε γίνει κατανοητή πλέον, η κατά μούγκρισμα… μετάφραση, έσπευδα να ικανοποιήσω όλες τις επιθυμίες του. Του έδινα κάποια ζαρζαβατικά από τον μπαχτσέ. Άγουρα πεπονάκια, αγγουράκια, μια χεριά φρέσκο τριφύλλι κλπ. Τα περισσότερα ευχαριστώ όμως τα άκουγα όταν μοιραζόμουν μαζί του τη μουσκεμένη με νερό, και αλειμμένη με ζάχαρη φέτα μου. Τότε το «μουουουουου…» ήταν παρατεταμένο σαν κολλημένη βελόνα πικάπ. Βάλτε όσα «ου» θέλετε. Προσθέστε ακόμα κι εκείνο το ου του Ράλη, κι ας μην το δεχότανε ο καημένος! Ένα «ου» πολύ πιο κατανοητό και από τα σανσκριτικά… του κυρίου Κοταρίδη
Το πρώτο ευχαριστώ του μοσχαριού αφορούσε την αφαίρεση της μάσκας. Παρά την αντίθετη γνώμη της δικής μου μάνας. Όταν βρισκότανε με τη μανούλα του έπρεπε να τη φοράει οπωσδήποτε για να μην μπορεί να βυζάξει. Καμιά σχέση εκείνη η μάσκα με αυτήν του κοροναϊού! Εκείνη ήταν μεταλλική και γεμάτη καρφιά. Μπορούσε να βοσκήσει με τη μάσκα, έτσι ήταν κατασκευασμένη, αλλά όχι και να βυζάξει. Δεν θα του επέτρεπε η μάνα του, γιατί αλλιώς θα της τρυπούσε τα μαστάρια.
Κι αφού θα αναγκαζόταν να βοσκήσει, το γάλα της μάνας του θα το έπαιρνε η δική μου μάνα, για να το δώσει στα παιδιά της ή να το πιάσει γιαούρτι.
Εγώ όμως του αφαιρούσα πάντα τη μάσκα για να φάει και λίγο γαλατάκι για πρωινό. Κι αν παραέτρωγε, επειδή ήταν λαίμαργο, τότε κατά την επιστροφή της έτρωγα από τη μάνα μου! Από το άρμεγμα δεν γέμιζε ούτε φλυτζάνι!
Δεν ήταν καθόλου αχάριστο. Παραήταν, μάλιστα, ευγνώμων! Μετά από τη φέτα με κοιτούσε στα μάτια και κουνούσε το κεφάλι. Καταλάβαινα τι ήθελε και έσκυβα. Με λίγα γλειψίματα έστρωναν ακόμα κι οι πιο δύσκολες τρίχες. Γινόταν Τρύφωνας! Να γιατί όταν εκείνα τα χρόνια έβαζε κάποιος μπριγιαντίνη στα μαλλιά του λέγανε: Μοσχάρι σε έγλειψε;
Η χαρά ημών των παιδιών ήταν το μεσημέρι. Τότε που τα ζώα ξαπλώνανε στην ποταμιά κι εμείς το ρίχναμε στο ψάρεμα, στο πλέξιμο καλαθιών και στα διάφορα παιχνίδια.
Κάποιο απόγευμα όμως, το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ, και κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου μελαγχολώ, συνέβη το εξής:
Κάποιο παιδί ήρθε με το ποδήλατο και μόλις με είδε με είπε να μαζέψω τα ζώα και να φύγω για το χωριό γρήγορα. Γιατί;
Η αγωνία μου κράτησε μέχρι που έφτασα στο σπίτι και είδα το χασάπη με ένα ξύλο στο χέρι. Από αυτό που φοβόμουνα δεν γλίτωσα. Μάλλον θα το έπαιρνε για σφάξιμο.
Παρακάλεσα τον πατέρα μου να μην το δώσει, αλλά δεν έγινε τρόπος. Να τι μου είπε: «Για να γράψω παιδί μου τον αδερφό σου στο πανεπιστήμιο χρειάζομαι τριακόσιες δραχμές. Τα δανεικά που μάζεψα, με το ζόρι, δεν είναι ούτε σαράντα! Κι αυτά τα λίγα μου δώσανε οι πιο φτωχοί!».
Μπορούσα να αρνηθώ!
Έπρεπε να το αποχαιρετίσω. Του έβγαλα τη μάσκα, το φίλησα κάτω από τα μεγάλα του μάτια, και οσφράνθηκα εκείνο το κράμα ιδρωτίλας και γαλατίλας που απέπνεε εκείνη τη στιγμή! Μυρουδιές οι οποίες θα αργούσαν πάρα πολύ να εξαφανιστούν. Να τι άλλο θα με ακολουθούσε δια βίου. Η ξυλιά του χασάπη, η οποία ακολούθησε την άρνησή του μοσχαριού να τον ακολουθήσει στη ράμπα, όπου θα το φόρτωνε επάνω σε ένα αγροτικό αμάξι. Νομίζω πως πόνεσα περισσότερο! Κι όταν άκουσα εκείνο το παραπονιάρικο μουουουουου… και αντίκρισα το βλέμμα του δεν άντεξα. Ήταν σαν να μου είπε:
«Τι περιμένεις; μήπως δεν κατάλαβες πως με πηγαίνει για σφαγή!».
Κι αφού δεν μπορούσα να αποτρέψω το μοιραίο, πήγα πίσω από το αχερώνα για να κλάψω με την ησυχία μου.
Σε λίγο άκουσα το αμάξι να απομακρύνεται. Κι ενώ ο θόρυβος της μηχανής όλο και ελαττώνονταν, το «μουουου…» του φίλου εντείνονταν. Το εξέλαβα ως έναν ηχητικό τελευταίον ασπασμό! Μέχρι που έσβησε εντελώς και ακουγότανε πλέον μόνο ο δικός μου σπαραγμός!
Με άκουσε η μάνα μου και ήρθε να με παρηγορήσει λέγοντας:
«Μη κλαις παιδί μου! Του χρόνου θα γεννήσει κι άλλο η Πιτσίκα» Έτσι έλεγε την αγελάδα επειδή ήταν μικρόσωμη. Από το Πιτσιρίκα!
Αν και περάσανε τόσα χρόνια, δεν είναι λίγες οι φορές που ταϊζω το μοσχαράκι στον ύπνο μου, και ακούω εκείνο το παραπονιάρικο μουουουουουου! Ψυχούλα μου!
Να γιατί άργησα αρκετά να φάω μοσχάρι. Νόμιζα πως ήταν από το σώμα φίλου μου! Πόσο μάλλον πατσά από μοσχαράκι γάλακτος! Δεν θα μύριζε γαλατίλα!…
Υ.Γ. Οι μνήμες από τη βουκολική ζωή είναι ανεξίτηλες. Αν και έχουν την ίδια ρίζα με τα μνημόνια, δεν έχουν καμιά σχέση. Εκείνα είναι ανήκουστα!