Σαν έπεφτα να κοιμηθώ
-θυμάμαι-
παιδί σαν ήμουν
κι ύπνο δεν είχα
και στριφογύρναγα
στο σανιδένιο μου κρεββάτι επάνω
όλο σκεφτόμουν
και ξύπνιο ονειρευόμουν
μέχρι ο Μορφέας απαλά
κι ανάλαφρα με πάρει
στην θεϊκή αγκάλη του…
Κι έβλεπα γύρω μου
λουλούδια ωριόχρωμα
κάμπους απέραντους
λουλούδια μυριόχρωμα
και γέμιζε η ψυχή μου
ροδόφυλλα και γιασεμί.
Κι άκουγα γύρω μου
γλυκόλαλα πουλιά να κελαηδούν
σε χρυσοπράσινα κλαριά κρυμμένα
και γέμιζε η ψυχή μου
απ΄τη θεσπέσια μελωδία τους
την υπερβαγκνερική…
Κι έβλεπα άσπρα περιστέρια
γοργόφτερα τον χρυσογάλανο ουρανό να σκίζουν
κι εγώ
συννεφάκι μικρό ,γαλανό
έλυωνα από ευτυχία ανείπωτη…
Κι έβλεπα θαρρούσα τον Παράδεισο
και γύρω μου αγγελάκια
γελαστά, να φτερουγίζουν
να με χαϊδεύουν, να μ΄αγγίζουν
κι εγώ
αγγελάκι μικρό
αχνά χαμογελούσα
στο σανιδένιο μου κρεββάτι απάνου…
Μα τώρα
-μεγάλος πια-
με την πείρα
και την σιχασιά της ζωής μέσα μου
τις νύχτες τις θεοσκότεινες
που τα βλέφαρά μου
με κοροϊδεύουν
ανοιγοκλείνοντας ως το πρωί
άδικα να σκεφτώ
όπως παλιά ζητώ
-παιδί σαν ήμουν-
και να ονειρευτώ σαν τότε…
Θέλω να δω λουλουδιασμένους κάμπους
μα μόνο ρόδα μαραμένα
κάλυκες ξεροί
απέραντ΄αγκαθοχώραφ΄άχαρα
στο νου μου έρχονται
και μ΄αγκυλώνουν την καρδιά…
Θέλω να δω πουλιά να κελαηδούν
μα φτάνει στη σκέψη μου
μικρό πουλάκι ματωμένο
στα πόδια μου νεκρό να πέφτει
από τα χέρια μου τα ίδια πληγωμένο…
Θέλω να δω λευκά περιστέρια
αστραπές τον αιθέρα να σκίζουν
μα κατάμαυρο έν΄άσπρο περιστέρι βλέπω
στις λάσπες να πεθαίνει…
Θέλω να δω τον Παράδεισο όπως παλιά…
Όμως την κόλαση καρβουνιασμένη βλέπω
και δαίμονες και σατανάδες με τραβούν
σ΄ανθρωποπνίχτρες μέσα δίνες
και τα δόντια μου από τρόμο κροταλίζουν
κι όλο στριφογυρνώ
στο πουπουλένιο στρώμα απάνου
κι ο χρόνος σταματά…
Κι όταν μετά από αιώνες
μουντός ο ήλιος βγαίνει το πρωί
με φρίκη περιμένω τ΄άλλο βράδυ
τους εφιάλτες ν΄αντιμετωπίσω
και της επόμενης νύχτας…