Συνέντευξη στη Λίντα Τζουβάρα
Η ποίηση για σας είναι εσωτερική ανάγκη να μοιραστείτε κάποιες σκέψεις ή και ιδέες σας με τους αναγνώστες, να περάσετε στον κόσμο κάποια μηνύματα δηλαδή, ή απλά να εκφραστείτε;
Οπωσδήποτε ισχύουν και τα δύο. Αρχικά είναι μια ανάγκη καταγραφής της βιωμένης εμπειρίας, να την ταξινομήσεις με εκφραστικά σχήματα και άλογες εικόνες. Να απεκδυθείς τη συμβατικότητα και να θεαθείς τη γύμνια σου. Μετά ακολουθεί η συνειδητοποίηση της έκθεσης σε ένα περιβάλλον αβέβαιο και ελάχιστα ή καθόλου εξοικειωμένο με την Ποίηση. Τα μηνύματα ενδέχεται να παραποιηθούν ή να προσληφθούν με λάθος τρόπο. Ο αναγνώστης σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αυτοσκοπός, ούτε όμως και να αγνοηθεί τελείως. Χρειάζεται μια πνευματική συνδιαλλαγή που θα βασίζεται στο μέτρο του εφικτού. Αν το υπερβείς, τότε κινδυνεύεις να παράγεις στρατευμένη τέχνη.
Από τα ποιήματά σας αναδύεται μία επιμονή η οποία θέλει να ταρακουνήσει τον αναγνώστη, να του ανοίξει τα μάτια για να το πούμε πιο απλά και ταυτόχρονα να τον κάνει πιο ενεργό κοινωνικά, να επηρεάσει τη συνείδησή του. Το αντέχει πιστεύετε αυτό ο αναγνώστης;
Η πρόθεσή μου είναι αυτή αλλά έχω επίγνωση της ουτοπικότητας του εγχειρήματος. Ο αναγνώστης είναι απείκασμα της σημερινής κοινωνίας, χωρίς ισχυρά αντανακλαστικά. Άγεται και φέρεται από μια διαμορφωμένη συστημική ιδεολογία, αρνείται να αμφισβητήσει και να αμφισβητηθεί, θεωρεί τον σκεπτικισμό υπονομευτή της ασφάλειάς του. Ο συγγραφέας σε τέτοιες συνθήκες δεν έχει να περιμένει και πολλά. Απλά αναζητά τις φωτεινές εξαιρέσεις.
Πολλοί θεωρούν πως η ποίηση είναι μια εύκολη διαδικασία σε σχέση με το πεζογράφημα και είναι και αυτοί που πιστεύουν πως η σπουδαιότητα του λογοτεχνικού έργου δεν συνδέεται με τον όγκο. Πιστεύετε ότι είναι πιο δύσκολο να γράψει κανείς ποίηση;
Η διαφορά των δύο λογοτεχνικών ειδών έγκειται στον χρόνο συγγραφής τους. Ένα ποίημα μπορεί να γραφτεί σε 15 λεπτά, ένα μυθιστόρημα σε έναν χρόνο. Ωστόσο και για μία ποιητική συλλογή μπορεί να απαιτηθεί το ίδιο διάστημα. Πάντως το ποίημα συνήθως γράφεται μια κι έξω, ενώ η πλοκή και η δράση του μυθιστορήματος μπορεί να διαρκέσει στο μυαλό του συγγραφέα μήνες ή και χρόνια. Άρα διαφορετικά είναι τα κριτήρια εκτίμησης της ποιότητας του κάθε είδους.
Σε μία περίοδο όπου από την οικονομική κρίση περάσαμε στην κρίση της πανδημίας πιστεύετε ότι χρειαζόμαστε την ποίηση περισσότερο από ποτέ; Μπορεί να μας κάνει περισσότερο σκεπτόμενους, ώριμους και γιατί όχι καλύτερους ανθρώπους;
Η Ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο, τον κάνει μάλλον πιο ζοφερό, λόγω της έμφυτης απαισιοδοξίας της. Λίγοι είναι αυτοί που την αποκωδικοποιούν και συνεπώς επωφελούνται από αυτήν. Δεν έχει τόσο μεγάλη δύναμη όπως η μουσική και το θέατρο γιατί δεν είναι μαζική. Είναι τέχνη της απομόνωσης και της εσωστρέφειας. Παρά ταύτα, όποιος την ξεκλειδώσει γεύεται τους καρπούς της και το παυσίλυπο που του προσφέρει.
Κάνετε εκτίμηση της δουλειάς σας μετά το πέρας της συγγραφής και της έκδοσής της σε βιβλίο; Έχετε άγχος μέχρι να εκτιμηθεί και από το αναγνωστικό κοινό;
Από τη στιγμή που θα εκδοθεί το βιβλίο, το αφήνω έρμαιο της τύχης του. Εκ φύσεως δεν μπορώ να το υποστηρίξω περαιτέρω, δεν είμαι εραστής των δημοσίων σχέσεων. Δεν έχω κάνει καμία παρουσίαση των έργων μου. Τα παραδίδω στην αγκαλιά του χρόνου, του μόνου αδέκαστου κριτή. Δεν αγχώνομαι πια, ούτε ανησυχώ γιατί δεν έχω κι άλλη επιλογή. Η ποίησή μου δεν είναι του συρμού και των πολλών αναγνωστών. Θα το ήθελα, αλλά δεν γίνεται. Αυτά που γράφω αφορούν λίγους, τουλάχιστον προς το παρόν.
Σε μια υπερκορεσμένη λογοτεχνική εποχή, σε μια εποχή που όλοι γράφουν, πόσο δύσκολο είναι να αναδειχθεί ένα καλό βιβλίο, δεδομένου ότι τα κριτήρια των εκδοτών είναι κυρίως εμπορικά;
Δεν ευθύνονται μόνο οι εκδότες για τη σημερινή ποιοτική ανομβρία αλλά και το αναγνωστικό κοινό που θέλγεται από την εύπεπτη τέχνη. Επίσης και οι συγγραφείς που επιδιώκουν τη δημοσιότητα με οποιοδήποτε τίμημα. Φαύλος κύκλος που δυστυχώς διαιωνίζεται. Όσο αυξάνεται η μόρφωση, τόσο θα αναδύεται μια πληθώρα συγγραφέων με χαμηλού διαμετρήματος έργο, χωρίς αισθητική αρτιότητα και με κύριο μέλημα τη στιγμιαία αυτοπροβολή.
Θεωρείτε ότι η τεχνολογία είναι αυτή που έχει απομακρύνει τους νέους αναγνώστες από την ποίηση ή ο τρόπος διδασκαλίας τους στα σχολεία; Διδάσκονται όπως πρέπει οι ποιητές και τα έργα τους ώστε να μπορούν να διαβαστούν, να αγαπηθούν και να εμπνεύσουν;
Οι περισσότεροι μαθητές απεχθάνονται την ποίηση γιατί είναι πεσιμιστική και δυσνόητη για την ηλικία τους. Τα σχολικά βιβλία είναι πεπαλαιωμένα, οι φιλόλογοι προσκολλημένοι στη Γενιά του ’30, ο τρόπος διδασκαλίας κομφορμιστικός γιατί έχει συνδεθεί το μάθημα της Λογοτεχνίας με την αξιολόγηση. Η τεχνολογία συμβάλλει στη διάδοση της ποίησης, όμως οι μαθητές δεν έχουν τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο. Ο τρόπος διδασκαλίας ενός λογοτεχνικού κειμένου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, κατά κανόνα είναι βαρετός και απωθητικός. Ο δάσκαλος χρειάζεται να αυτοσχεδιάσει και να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία των μαθητών να δώσει τη δική της ερμηνεία.
Αναφέρετε σε ένα ποίημά σας ότι: «Κάποτε θα αναγνωρίσουν τα ίχνη μας στο χαρτί και τότε θα είναι πια πολύ αργά για την οποιαδήποτε εν δυνάμει υστεροφημία». Είναι η μοίρα του ποιητή αυτή; Υπάρχει έξοδος διαφυγής από αυτό;
Αυτόν τον στίχο δεν τον έχω κατανοήσει ούτε εγώ ο ίδιος ακόμη. Άλλο εννοούσα όταν τον έγραφα και διαφορετική ερμηνεία δίνω τώρα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να μην επιζητά την υστεροφημία. Την αληθινή όμως, όχι την εν δυνάμει και την πρόσκαιρη. Πόσοι άραγε από τους σημερινούς ποιητές θα μνημονεύονται μετά από χίλια χρόνια; Σχεδόν κανείς. Προς τι λοιπόν η έπαρση και η αλαζονεία;
O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Ανάπηροι δρομείς” (2012), “Ο σκοπευτής της μνήμης” (2013), “Χρεοκοπία ιδεών” (2014), “Εκτός εαυτού” (2015), “Υπό το μηδέν” (2017), “Ωδίνες της Ποίησης” (2018), ”Ακτινογραφία θώρακος” (2019), “Το ημιτελές τελεσίγραφο” (2020) και ‘’Ιχνηλάτηση του τέλους’’ (2021). Συμμετέχει σε αρκετά συλλογικά έργα και ανθολογίες. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από διάφορους συνθέτες.