Σὲ πελάγη τόσων ἀδιευκρίνιστων ἐρημιῶν
σέρνονται τὰ μάτια μου πάλι
μετανάστες ξεγελασμένοι ἀπὸ ἐλπίδες
μιᾶς ἀνεξιλέωτης σταματημένης ζωῆς
ξεγελασμένοι
Ἡ ἀσημαντότητά μου κουκούτσι σταφυλιοῦ
προσελκύει κάθε εἴδους σπουργίτια
Ντρέπομαι
Τὰ πράγματα τόσο κρύα ποὺ δὲν μποροῦν
νὰ εἶναι σαφῆ
μόνο ἡ σαπίλα τῶν ἐπερχόμενων γηρατειῶν
σαλπίζει καθαρά ὑποχώρηση
Φτάνει πιὰ
Ντρέπομαι
Νὰ ἀποσυρθῶ σκέφτομαι τώρα
Νὰ ψηφίσω ἀρνητικὰ σὲ κάθε ὑλικὴ συνεισφορὰ
σὲ κάθε χάδι μαχαιριοῦ ποὺ ψάχνει πληγὴ ὄχι νὰ πῶ
νὰ μήν ἀνοίξω ἀγκάλη
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄχρηστο τὸ μέλλον μου βουλιάζει
Ὁ ἴδιος θὰ ἀγοράσω τὸν τάφο μου
Μέσα του
τὴ μάταιη σοφία θὰ ἐγκαταστήσω
μὴ ἔχοντας τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ μόνο ἀπόγνωση καὶ λυπητερὴ ἀμηχανία
Τὸ σούρουπο μέσα στὴ φθαρτὴ σάρκα μου φυλακισμένο
βουλιάζει
μέσα στὸ ἄδειο μου στὴν πικρὴ ἀπέραντη ματαιότητά μου
Θεὲ μου κατακλύζει τὶς νύχτες μου ὁλοένα
Κυττῶ
μόνο κυττῶ
Ὁλομόναχος στὴν τροχιὰ μου
πόσο λιγόστεψε ἡ διαδρομὴ μου
πόσο ἐφήμερες καὶ ξεχασμένες οἱ χαρὲς
κουράγιο δὲν ἔχω ἄλλο γιὰ ἱστορία
Χῶμα μυρίζω
Σὰν πολυκαιρισμένη πυορροοῦσα πληγὴ
στὰ σκοτάδια τῆς συνείδησής μου
Μορφάζω
Φτάνει πιὰ
Συχνὰ ἐπινοῶ τοὺς φίλους μου
γιὰ νὰ τοὺς κάνω ἐχθρούς μου
Συχνὰ καταλήγω σὲ συμβιβασμοὺς
ἀλλάζοντας τὸν ἑαυτὸ μου
δὲν εἶμαι γὼ τότε
ἄλλος γίνομαι ξένος
ξένος πολὺ
Φτάνει πιὰ Ντρέπομαι
Ἴδιος δὲν εἶμαι μετὰ
Πικρός συφοριασμένος μὲ τάφου σιωπὴ
σὲ ἄδειες λέξεις
ἄδειας ἐπιβίωσης
ὤ ἡ τέχνη αἴσθηση
λυγμός
ἀπογύμνωση
Γιάννης Μασμανίδης