Μια μικρή επαρχία, όπου κυριαρχούν ο άντρας και η πεθερά. Κορίτσια, που από μικρά ονειρεύονται τον γάμο και εξελίσσονται σε γυναίκες καταπιεσμένες, εξουθενωμένες απ’ τη δουλειά και πικρόχολες. Σ’ αυτή την κοινωνία θα βρεθεί η Αιμιλία, αφήνοντας την πρωτεύουσα το 1937, όταν δέχεται να παντρευτεί τον μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο. Στο χωριό του, όπου συμβιώνουν μετά την Ανταλλαγή ντόπιοι και πρόσφυγες, οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους θα την αντιμετωπίσουν με καχυποψία και θα την αποκαλέσουν «η Πρωτευουσιάνα». Εκεί θα γνωρίσει και θα δεθεί με τη Σόνια, τη διάσημη μοδίστρα νυφικών, την προδομένη απ’ τον αρραβωνιαστικό της Κατινούλα, τη νεαρή Αννίτα, που για μια νεανική αμυαλιά υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπά, και τη Νίνα, που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει.
Είναι μια εβδομάδα παντρεμένη, όταν η φωτιά, που αφάνισε τις αδελφές της στον Πόντο, της καταστρέφει ξανά τη ζωή. Ο Δάμος την εγκαταλείπει στους γονείς του και πηγαίνει στη Σαλονίκη. Ωστόσο, ο πόλεμος που θα έρθει θα αλλάξει τις ζωές όλων τους καταλυτικά και θ’ ανατρέψει πολλά κατεστημένα.
Τα πρώτα σκιρτήματα αντίστασης γυναικών
που ασφυκτιούν μες στην επαρχιακή κοινωνία στην οποία ζουν,
όπου ο λόγος του άντρα είναι
ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ.
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή.
Τα άλλα βιβλία της συγγραφέως:
ΡΟΔΑΝΘΟΣ
Ηλικίες 18+
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου.
Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.
Το ίδιο διάστημα, στο Βερολίνο, ο επίατρος του ναυτικού Κρίστιαν Μίλερ θα γνωρίσει τη Μάρεν, τη γυναίκα της ζωής του. Ο πόλεμος όμως σύντομα θα χωρίσει τους δύο νέους. Ο ανθρωπιστής Κρίστιαν θα βρεθεί στο ελληνικό νησί, αποφασισμένος να πολεμήσει μονάχα τους κοινούς ανθρώπινους εχθρούς, τον θάνατο και τον πόνο, με όπλο το νυστέρι του. Ο πόλεμος, ωστόσο, είναι πάντα απρόβλεπτος…
Νησιωτική Ελλάδα-Βερολίνο…
Κατακτητές και κατακτημένοι, πολιορκημένοι από τη βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Φόβοι, αγωνίες, πάθη, αμφιβολίες αλλά κι η μεγαλοσύνη του ανθρώπου, που κατορθώνει πάντα να «φωτίζει» και τις πιο σκοτεινές εποχές.
Η νεαρή αριστοκράτισσα θα σοκάρει την οικογένειά της, όταν το καλοκαίρι του 1914 ερωτευτεί τον Χάρη, έναν φτωχό φοιτητή της ιατρικής που κατάγεται απ’ τις τουρκοκρατούμενες ως πρόσφατα περιοχές της Μακεδονίας. Κι ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, κι η Αθήνα, η πόλη της, κι η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσονται από τον διχασμό που δημιουργεί η ρήξη Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, εκείνη θα ασπαστεί τον βενιζελισμό αψηφώντας τις φιλοβασιλικές της καταβολές και θα βαδίσει σε δρόμους ριψοκίνδυνους, κερδίζοντας για τις επιλογές της από τους συμπολίτες της το ειρωνικό παρανόμι «η αγαπητικιά του Τουρκομερίτη».
Η ζωή μιας τολμηρής και ξεχωριστής γυναίκας στην ταραγμένη εποχή του Εθνικού Διχασμού και των μετέπειτα χρόνων, η οποία δε θα διστάσει να απαρνηθεί τα προνόμια της κοινωνικής της θέσης και να πάει κόντρα στα επικρατούντα ήθη, ακολουθώντας τα προστάγματα της καρδιάς της.
Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει.
Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει.
Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, την Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του.
Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή…
Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ.
Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Την Κλέα θα υποδεχθεί ένα αρχοντόσπιτο, όπου ο στρατηγός παππούς της αναπολεί παρελθοντικές δόξες, ενώ ο πατέρας της έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο του έρωτα για να κατακτήσει πλούτη και κάστες εξουσίας· τη Μελισσάνθη ένα μεσοαστικό σπιτικό πάνω από μια ταβέρνα, στο οποίο η μάνα της, η ωραία Μυρσίνη, ενοχοποιείται για νεανικά σφάλματα από τον σύζυγό της· τη Λόλα, τέλος, θα καλοδεχτεί ένα φτωχόσπιτο, μες στο οποίο στοιβάζονται μεταξύ άλλων μια ιδιόρρυθμη γιαγιά κι ένας ρομαντικός πραματευτής, που αγωνίζεται να συμπορευθεί με τα δεδομένα των καιρών, καθώς η χώρα αλλάζει.
Παρά τις ταξικές διαφορές τους, οι τρεις κοπέλες μεγαλώνοντας θα δεθούν με δεσμά αδελφικής φιλίας, ανακαλύπτοντας όλες στο φτωχόσπιτο του συνοικισμού την οικογενειακή θαλπωρή που απουσιάζει από τα άλλα δύο. Ώσπου, στο κατώφλι της ενήλικης ζωής τους πια, μυστικά και ψέματα κι αμαρτωλά πάθη του παρελθόντος θ’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται, βαφτίζοντας μια δυνατή αγάπη ανόσια και ξεκινώντας τον χορό των αποχωρισμών.
Αποκομμένες πλέον μεταξύ τους αλλά κι απ’ τη γενέθλια πόλη, ρίχνονται στη χοάνη της πρωτεύουσας και στο κυνήγι χιμαιρικών ονείρων. Μα, καθώς ο καιρός κυλά κι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται, θα διαπιστώσουν πως ελάχιστα μοιάζουν τελικά με ό,τι είχαν ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητάς τους…
Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία.
Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν.
Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50.
Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών.
Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.
Η Καλλιόπη πίστευε μέχρι τα εννιά της χρόνια πως το χειρότερο που της είχε τάξει η ζωή ήταν τα παράξενα μάτια της, για τα οποία την κορόιδευαν οι συμμαθήτριές της στο Παρθεναγωγείο, επειδή δε γινόταν να γνωρίζει πόσα άλλα της είχε η μοίρα γραμμένα.
Γεννημένη αρχές του 20ού αιώνα στη Σαμψούντα, θα βιώσει τις λευκές πορείες θανάτου και τις εξορίες από τους Νεότουρκους, κι αργότερα τις αγριότητες του Κεμάλ.
Αρχές του 1921, στην εφηβεία, με σωριασμένο τον κόσμο της σε ερείπια, θα βρει καταφύγιο σ’ ένα χωριό του Πόντου. Λίγους μήνες μετά θα ντυθεί νύφη στα δεκάξι της, σ’ έναν αναπάντεχο γάμο, που θα την οδηγήσει στη Σμύρνη. Θα ζήσει για λίγο μια πλούσια ζωή στην πανέμορφη πόλη, που περιμένει αμέριμνη την καταστροφή της, και θ’ ανακαλύψει τον έρωτα∙ κι ίσως τον χάσει, όπως ορίζει για άλλη μια φορά η μοίρα της…
Απ’ τη Σαμψούντα και τον Πόντο στη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά της προσφυγιάς, μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη.
Η μεγάλη ομορφιά ήταν η μοναδική αμαρτία της Ευγενίας. Ένα δώρο που της δόθηκε ερήμην της κι έμελλε να καθορίσει την πορεία της ύπαρξής της. «Για το φτωχό ακόμη και η ομορφιά κατάρα είναι», αποφαινόταν συχνά η Μάχη, φαρμακωμένη από τις δυσκολίες της προσφυγικής ζωή της. Όταν, όμως, μπαίνει στη ζωή της κόρης της ο ευκατάστατος Θεόφιλος, αρχίζει να αναθεωρεί τις απόψεις της.
Εκείνος την ερωτεύεται τρελά. Αυτή τον αγαπά με τη λαχτάρα και το πάθος των δεκαεφτά της χρόνων. Το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, όμως, πριν ακόμη προλάβουν να χαρούν την αγάπη τους, θα την αφήσει ολομόναχη στον τόπο του. Εκεί θα μπει στο στόχαστρο των κουνιάδων της, ιδιαίτερα της μεγάλης, της Ευανθίας, αλλά και του ισχυρού κομματάρχη της περιοχής. Μοναδικό και αναπάντεχο στήριγμα θα βρει στην πεθερά της, την Άννα.
Κι ενώ, στα χρόνια που ακολουθούν, τα προστάγματα των καιρών ορίζουν τις ζωές τους, το μίσος και η ζήλια οπλίζουν το χέρι της Μοίρας σπέρνοντας τον όλεθρο. Τρεις αθώες ψυχές παρασέρνονται στον βίαιο άνεμό του και ξεσπούν το λυγμό τους, καθώς σκορπούν σε διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας, στην αγκαλιά της «μητέρας» Φρειδερίκης.
Η ιστορία ενός απόλυτου έρωτα σε ταραγμένα χρόνια. Όταν η ομορφιά θεωρείται αμαρτία κι οι πράξεις και τα λόγια των ανθρώπων συναγωνίζονται σε αγριότητα τα πεδία των μαχών, τότε τα πάντα μπορεί να συμβούν.
Τ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΞΥΠΟΛΥΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ
Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση.
Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας.
Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία.
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να διαλύεται και να κατακλύζουν τη ζωή της απώλειες και προδοσίες: o πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία. η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της. η δουλειά της. ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής της έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς.
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της.