Σὰν ἀδέσποτος κορμὸς δένδρου
ἄτακτα παρασυρμένος ἀπὸ ὁρμητικὸ χείμαρρο
κατρακυλοῦσα στὴν ἀγκαλιὰ σου
Σὲ μιὰ γωνιὰ σὲ χυμένη γέμιση μαξιλαριοῦ
τὰ κόκκινα χείλη σου ἴχνη ἄφησαν ἀνεξίτηλα
ἀκόμα καὶ στὴν ψυχή μου
Τέτοια χείλη μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ
δέ φτάνει νόμιζα νὰ κατανοήσω
νὰ χορτάσω τὴ γλύκα τους
οὔτε τήν μαρτυρικὴ ἀπουσία τους καὶ τώρα
ξεχνῶ
Τώρα πιὰ
σὲ ἄλλες ἀπελπισίες
ἀναχωρῶ
ὅσο κι ἄν μέ ἀπόγνωση
ἡ ἀπόγνωση μοῦ χαμογελᾶ
κύμα κλεμμένο ἀπὸ μεγάλη θαλασσοταραχὴ
παφλάζεις στὸ κρασὶ μου πάλι
Ἀναρωτιέμαι
ποῦ νά βρῶ σωστὴ ζωὴ
λίγο νά ζήσω
Ἐδῶ
ἕνας θερμοσίφωνας πεταμένος
μεταλλικὴ ὑπενθύμιση θνητότητας
Ἐδῶ κενὸς ἀπὸ ὕπαρξη
τὶ νὰ πῶ
ξέμεινα
σὰν ναυαγὸς στὸ νησὶ τῆς Κίρκης
ἐρείπιο ἀναδύομαι ἐπανεφευρίσκοντας
τὴν
καταστροφὴ μου
Γιάννης Μασμανίδης