Δὲ φοράει μάσκα
Πέρασε μὲ κόκκινο
οἱ ποιητὲς
μὲ ἕνα ἀγκάθι μπηγμένο στὴν καρδιά τους
εἶναι ἀφηρημένοι συνήθως
δὲν βρίσκουν καμιὰν ἀπόκριση ἰσόμετρη τῆς δίψας τους
Σὰν εὐωδιασμένο λουλούδι
σὰν τὸν κόρφο μιᾶς ἀγαπημένης γυναίκας
τὴ σιωπὴ ἀνασαίνουν
Διαθέτουν ἕνα τεράστιο λεξιλόγιο τελείως ἄχρηστο
ὅπως”ἡ ἀστυνομία εἶναι χειρότερη κι ἀπ’ τὸ κρύο”
λεξιλόγιο
φορτωμένο μνήμη καὶ θανατερὰ ἡλιογέρματα
Χύνουν τὸ γάλα ὅπως πολλοὶ λένε
Τὸ γκρίζο τοῦ οὐρανοῦ ἀκουμπᾶ στὴ ματιὰ τους
ξεπλένει ἀπ’ τὴν ψυχὴ τους
τὴν πλησμονὴ τοῦ ἀξεπέραστου ἀπελπισμοῦ τους
Οἱ ψυχὲς τους μπαφιασμένες
ἀσυμφιλίωτες παράλληλες γραμμὲς
μετροῦν σιδεριές
γιὰ νὰ γλιτώσουν τὸ κρύο τὰ ναρκωτικὰ τοὺς ἐπιδέσμους
γράφουν βιβλία
Ἀπὸ τὸ γυάλινο κλουβὶ τους
κυττᾶνε
ἀπομονώνονται καὶ συχνὰ συνομιλοῦν μὲ ὅσους μπόρεσαν
νὰ ὑπομείνουν τὸν παιδεμὸ τῆς ψυχούλας τους
Μὲ μιὰ μπουκάλα κρασὶ
ἀνάμεσα στοὺς σταλαγμοὺς τῶν τυποποιημένων πιὰ
δακρύων
στὰ στενόχωρα σύνορα τῆς μικροζωῆς
χαμογελοῦν στὰ στέρφα κατάστιχά τους
Τὰ χέρια τους προστατευμένα ἀπ’ τὰ μολύβια τους
γεμάτα ἀπὸ μικροὺς θρόμβους ἰδεῶν
ἀδειάζουν ψυχὴ
σὲ ὅσους τολμοῦν
Γράφω καὶ γὼ στὰ χωράφια τους
τολμῶ καὶ μπαίνω
Τὸ βοδινὸ ἤ ἡ μπριζόλα
κοστίζουν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι
τὰ μολύβια μου