Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Τι πρέπει.
Τι πρέπει το γνωρίζω. Από την όψη και την κόψη. Όταν πηγαίνουμε στην εκκλησία να είμαστε ενδεδυμένοι σοβαρά και να σεβόμαστε την παράδοση και το χώρο με την ευλαβική μας στάση. Το ίδιο και με μεγαλύτερη κατάνυξη σε μοναστήρι.
Και να λοιπόν η καινοτομία η οποία προκάλεσε την ρήξη, όσον αφορά το φουστάνι ή το παντελόνι σε κάποιο μοναστήρι. Υπάρχει πιο σεμνό ένδυμα από το παντελόνι και το απαγορεύει η μονή; Όταν εννιά στις δέκα κοπέλες φοράνε παντελόνι, και η δέκατη περίληψη φουστανιού, ποιος είναι αυτός οποίος θα οριοθετήσει το μήκος του; Μήπως κάποιος μεζουρογάμπης Καλούσης;
Ακόμα και η Βαλεντίνα είχε προβλέψει το παντελόνι. Της είχαν βγάλει και τραγούδι: «Κι όπως πας σε λίγα χρόνια θα φορέσεις παντελόνια Βαλεντίνα Βαλεντίνα».
Όμως, ούτε το σημερινό γυναικείο ρατσιστικό παντελόνι με βρίσκει σύμφωνο. Όταν είναι σκισμένο στους γλουτούς, ώστε να φαίνονται οι μπουμπούκες σαν δυο φεγγάρια μεσημεριάτικα, να μην προκαλέσουν τους κάθε γιγδιάρηδες λιγνάδηδες; Κι όσο για τη ρατσιστική πλευρά, να το παράπονό μου: Εάν εγώ φορέσω σκισμένο παντελόνι θα με πουν παρτάλα! Εάν όμως το φορέσει κάποια Βαλεντίνα, θα την πουν μοντέρνα!
Τι δεν πρέπει.
Δεν πρέπει να προκαλεί η ένδυση και η υπόδησή μας στους χώρους, όπου το βλέμμα μας πρέπει να ατενίζει με δέος τον παντοκράτορα του τρούλου, κι όχι να εποφθαλμιά λάγνα το ντεκολτέ κάποιας μινιφορούσας νεανίδας, και όχι μόνο.
Μια χρονιά πήγαμε τη Μεγάλη Παρασκευή σε κάποια μονή της Καλαμπάκας για να απολαύσουμε την ψαλμωδία. Ομολογώ πως κολάστηκα. Βλέποντας την σύζυγό μου να φορά εκείνο το βρόμικο τσόλι, το οποίο της επιβάλανε στο βεστιάριο της εισόδου, ίδια η Ερατώ, να τι τραγουδούσα αντί να ψάλλω το: Τι πρέπει τι δεν πρέπει, στιγμή δε σκέφτηκα, εγώ μέχρι θανά του σε ερωτεύτηκα! Ό,τι να ναι!
Μετά από το ρεζιλίκι αυτό τι περίμενα να δω στον ύπνο μου; Την σταύρωση με την αποκαθήλωση; Την τιμωρία μου είδα! Ευτυχώς με αναστολή!
Κι αντί, ως άτομο, να οικονομήσω κάποια μόρια χριστιανικής συμπεριφοράς για τον παράδεισο, αφού ακόμα κι ο οβολός στο παγκάρι ήταν γενναίος, να τι μου προέκυψε.
Με το που παρουσιάστηκα, ενώπιος ενωπίω, μπροστά στον άγιο Πέτρο άρχισε μια βασανιστική ανάκριση. Τελικά δίνει την άκρως ντροπιαστική εντολή στον ταμεία:
«Δώστου πίσω τα δέκα ευρώ και να πάει στο διάβολο! Άκου; Αντί να ψάλλει το: Ω γλυκή μου έαρ, αυτός τραγουδούσε το: Τι πρέπει τι δεν πρέπει… Και είχε απαίτηση να τον μπάσω και στον παράδεισο μαζί με τον Μπάση!
Οπότε του λέω:
«Που με είδες που με ξέρεις και τ’ ομολογείς!».
«Τι δουλειά κάνουμε! Έλα τελείωνε! Σιγά μη μας πεις και το Μενούση εδώ χάμω!
Άκου με δέκα ευρώ ήθελε να πάει και στον παράδεισο! Τι παίρνεις σήμερα με δέκα ευρώ! Ούτε ένα κιλό κατσικάκι. Ούτε μια μερίδα παϊδάκια, σαν κι αυτά που πήρε ο Πατέρας για να πλάσει την Εύα! Να μην ήταν πεντανόστιμη!
Καλά, κι αυτό το θυμότανε η Καμήλα πάρκερ! Τι λέω πάλι! Ο Πέτρος γνώριζε την τιμή του εριφίου και δεν θα γνώριζε κοτζάμ Γκαμήλα!