Στὶς σκουριὲς τῆς λογικῆς
στὰ συσσωρεύματά της
ἀνοχύρωτος πάλι
στροβιλίζομαι
Σὲ ἕνα θαῦμα της ποὺ ἀναβλήθηκε
περιμένω θαῦμα
μαθαίνω ἀκόμα ζωὴ
ἀπαρνούμενος τὰ γήινα
τὶς πληγὲς προσωρινὰ
ξεχνῶ
στὴν ἄδεια καρέκλα σου
ὡριμάζω τὴν ἀγρύπνια μου
<..οἱ γάρ πάντες ἁμαρτωλοὶ ἐσμέν,
καὶ οὐδείς ὑπέρτατος τῶν πειρασμῶν…>*
ἀπρόσεχτος σὰν παιδὶ
μὲ τὰ ρινίσματα τῆς λύπης στὰ μάτια
ὀρθοπατῶ
τὸ μέσα μου μὲ τοῦ θανάτου τὴν παρέα
φεγγίζω ἀνελλειπῶς
περιπαθὴς ὁ ἐναγκαλισμὸς του
μὲ περιθάλπει
καὶ τὸ τσάι μου πίνω μαζὶ του
στὴ σιγαλιὰ τῶν μεταμεσονύχτιων ὡρῶν
<…οἱ γάρ πάντες ἁμαρτωλοὶ ἐσμέν….>
*(Ἅγιος Ἰσαάκ Σύριος )