Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Όταν ο αγάς αποφάσισε να μαζέψει όλους τους οικισμούς στο Μεγάλο Σειρήνι, για λόγους διοικητικούς και είσπραξης των φόρων, δεν το επέβαλε. Να τι είπε: Αν έρθετε όλοι στο Μεγάλο Σειρήνι, (το οποίο κατοικούνταν από βαλαάδες, εξισλαμισμένους έλληνες δηλαδή) θα σας επιτρέψω να κάνετε και εκκλησία.
Έτσι και έγινε. Μεταξύ των μικρών οικισμών υπήρχε και ένα χωριουδάκι, τέσσερα χιλιόμετρα περίπου δυτικά του Μεγάλου Σειρηνίου, το οποίο λεγόταν Λειψοκούκι. Μαζί με τους μικρούς οικισμούς εγκαταλείφτηκε κι αυτό, και μετακόμισαν όλοι στο Μεγάλο Σειρήνι. Στη συνέχεια οι Σειρηνιώτες πούλησαν και την περιοχή η οποία το περιέβαλε στο χωριό Σύδενδρο. Έλα όμως που οι νέοι ιδιοκτήτες απαιτούσαν και την εκκλησία! Έγιναν αρκετές αιματηρές φασαρίες μέχρι να δικαιωθούν οι Σειρηνιώτες. Όταν ακούω την ιστορία αυτή την παρομοιάζω με το: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται.
Σήμερα δεν υπάρχει κάποιο κτίσμα το οποίο να θυμίζει εγκαταλελειμμένο χωριό, εδώ και δυο τρεις περίπου αιώνες. Εκτός από κάποιες ξερολιθιές για να κρατούν το χώμα.
Υπάρχει όμως η εκκλησία της Παναγίας για την οποία πανηγυρίζουμε κάθε χρόνο την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα.
Η ημέρα αυτή, παλιότερα, ήταν η πιο ευτυχισμένη των παιδικών μας χρόνων. Ήταν μια μέρα στον παράδεισο. Και γι αυτή θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Τη μέρα αυτή συνέρρεαν στο Λειψοκούκι οι πανηγυριώτες από Γρεβενά, Κυρακαλή, Σύδενδρο, Ροδιά και Αμυγδαλές. Και φυσικά μετά από τη λειτουργία οι περισσότεροι τραβούσαν για το Μεγάλο Σειρήνι όπου τους περίμενε φαγοπότι και γλέντι.
Ο δρόμος από το Μ. Σειρήνι μέχρι το Λειψοκούκι θύμιζε σημερινό ανθρώπινο κομβόι μεταναστών.
Στη διαδρομή αυτή ξυπνούσαν οι αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια. Θυμάμαι πως κάποια παραμονή, επειδή γλεντούσαμε μέχρι τα χαράματα της επόμενης μέρας, φοβηθήκαμε μην τυχόν και δεν ξυπνούσαμε και χάναμε αυτό το όμορφο οδοιπορικό μέχρι το Λειψοκούκι. Οπότε αναχωρήσαμε τα χαράματα κατευθείαν στην Παναγία. Οι δικοί μας ανησυχήσανε, αλλά όταν μάθανε πως λείπαμε όλοι υποψιαστήκανε τον προορισμό.
Όταν φτάσαμε στην Παναγία και ξαπλώσαμε στο χορτάρι, άλλοι μισομεθυσμένοι κι άλλοι κατάκοποι μας βρήκε ο ήλιος μισοκοιμισμένους. Ξαφνικά ακούσαμε γκάρισμα. Μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και κατεβήκαμε από κάτι χωμάτινα σκαλοπάτια στο υπόγειο και το οποίο υπήρχε κάτω από τον κυρίως ναό. Κι όταν ο καντηλανάφτης μπήκε μέσα στην εκκλησία για να ανάψει ένα κερί και τα καντήλια, εμείς αρχίσαμε να χτυπάμε από κάτω. Ο Παρασκευάς άρχισε να φωνάζει σιαϊτάν σιαϊτάν και βγήκε έξω. Όταν βγήκαμε κι εμείς τον είδαμε να τρέχει πανικόβλητος για το χωριό.
Εκεί παίχτηκε η δεύτερη φάση τους δράματος. Κανένας δεν τον πίστευε πως κάτω στο υπόγειο ήταν κρυμμένος ο σατανάς! Σαν παιδιά να μην κάναμε ένα μπούλινγκ κι εμείς!
Το κατέβασμα στο υπόγειο αυτό, ήταν ένα δρώμενο το οποίο ονομάζαμε βάπτισμα του Άδη. Όλοι είχαμε κατεβεί έστω και μια φορά. Ήταν γεμάτο κουρέλια, χαρτιά, οστά, και μπόλικες νυχτερίδες οι οποίες έκρουσαν ανατριχιαστικά και η φαντασία να βαράει μαύρο!
Ο μύθος θέλει να είχαν κρυφτεί κάποτε εκεί οι απόγονοί μας χριστιανοί, για να μην του βρουν οι τουρκαλβανοί, και επικοινωνούσε υπογείως με το κοντινό ποταμάκι για να παίρνουν νερό.
Ένας άλλος μύθος θέλει να τους είχε προδώσει ένα γουρουνάκι. Και κάποιος άλλος το κουβάρι μιας γριούλας. Παρά τους μύθους όμως λέγεται πως κατά της δεκαετίας του 30 είχανε σκάψει κοντά στην εκκλησία και είχαν βρει το τούνελ. Χωρίς το φως!…
Η ευτυχία μας κατά τη μέρα της μετάβασης στην Παναγία, επιστροφή στο χωριό, και φαγοπότι με γλέντι, δεν περιγράφεται από νηστικό. Γι αυτό και την άφησα στο τέλος. Όπως κάνουμε και με την τελευταία μπουκιά.
Στην Παναγία συναντιόμασταν με συγγενείς και φίλους από τα γύρω χωριά. Και μόλις τελείωνε η λειτουργία ο χώρος μετατρεπότανε σε παιδική χαρά. Τσουγκρίζαμε αβγά. Τα κυλούσαμε από κάποιες κοίλες κεραμίδες, κι όποιος τρακάριζε το προηγούμενο αβγό το κέρδιζε. Κάναμε αγώνες απλούν και τριπλούν. Κάποιοι μπακάληδες είχανε απλώσει την πραμάτεια σε μια κουρελού και πουλούσαν χαλβά, καραμέλες, σοκολάτες, μπίλιες, σβούρες κλπ. Μαζεύαμε λουλούδια, κάναμε στεφάνια και τραγουδούσαμε. Κι όταν φτάναμε στο χωριό με τους συγγενείς μας η φιλοξενία θύμιζε ξένιο Δία. Όλα τα καφενεία είχαν όργανα κλπ.
Η επίσκεψη στην Παναγία συνεχίζεται μαζικά μέχρι και σήμερα. Όχι όμως και το πανηγύρι. Εκείνα που με θλίβει κάθε χρόνο είναι η μετάβαση με τα αυτοκίνητα. Αν είναι δυνατόν να μπουν και μέσα στην εκκλησία, σαν τον Κολοκοτρώνη, και να προσκυνήσουν! Όλη η χαρά και η γραφικότητα είναι ο ποδαρόδρομος με κουβέντα. Να πούμε για τα παλιά. Πού είχαμε βρει μια φωλιά από τρυγόνα. Από ποιο αμπέλι είχαμε κλέψει σταφύλια. Πού είχαμε σκοτώσει κάποιο φίδι. Πόσα ψάρια πιάναμε σε κάποιον κόρφο. Πού ήταν η ιαματική πηγή όπου τρέχανε τα ζώα για να πιούν κόκα κόλα… Έτσι το νιώθανε εκείνο το νερό.
Μακάρι να μην ανοίγανε το δρόμο. Χάθηκε εκείνη η ομορφιά. Όλα βιαστικά. Ακόμα και προσπεράσεις κάνανε ορισμένοι με το αμάξι για να φτάσουν γρήγορα στο χωριό. Και μόλις φτάνουν τους πιάνει η ανία: Και τώρα τι κάνουμε; Μπιρίμπα! Μια από τα ίδια. Και φέτος θα προσπαθήσω να παρασύρω κάποιους να πάμε με τα πόδια, αν και είμαι σίγουρος πως δεν θα τα καταφέρω. Και το ακόμα πιο κουφό είναι που κάποιοι θα σταματάνε να με πάρουν με το αμάξι τους.
Να και ένα από τα ευτράπελα το οποίο μου έχει μείνει αξέχαστο και δεν κουράζομαι να το αφηγούμαι. Πρόκειται για χρονιά της δεκαετίας του εβδομήντα:
Κατά τη δεκαετία αυτή είχαν καταφτάσει και τα πρώτα τροχοφόρα. Μεταξύ αυτών και η μουσουκλέτα του γραμματέα Ιαβέρη Σπανού. Του είχανε στείλει τα παιδιά του από τη Γερμανία ένα μηχανάκι Ζούνταπ. Κι αφού ο δρόμος ήταν ανώμαλος, αυτή τη φορά πήγαινε με λιγότερα από πέντε χιλιόμετρα την ώρα. Μάλιστα δεν έβλεπε πέρα από τον μπροστινό τροχό! Κι αφού ήμουνα βιαστικός κάποια στιγμή τον έφτασα. Και πριν τον προσπεράσω με φωνάζει να σταματήσω και μου λέει. Αμψιούκα, έλα να σε πάρω με το μουσακό! Ούτε μουσακό κι ούτε μεσιακό του λέω. Βιάζομαι. Άργησα!
Το θεώρησε ακαταδεξιά. Και ξαφνικά τον ακούω να μαρσάρει και να πηγαίνει με δέκα πλας χιλιόμετρα την ώρα. Σφεντόνα! Και σε δέκα λεπτά περίπου τον συναντάω να τραβάει να βγάλει το μουσακό από κάτι βατσινιές και τα αγκάθια από τα χέρια! Κανένας δεν τον βοήθησε γιατί όλους τους είχε γραμμένους! Όχι εκεί που νομίσατε! Τους είχε γραμμένους κομουνιστάς και ήταν χούντα Κιντέ!
Την επόμενη Παρασκευή ο πέριξ της Παναγίας χώρος θα θυμίζει ΟΔΥ. Κρίμα! Και τι δεν θα έδινα να με ακολουθούσαν ποδαρόδρομο, έστω και δυο φίλοι μου, μέχρι την εκκλησία και πίσω! Και το χειρότερο από όλα είναι που, φτάνοντας στο χωριό, ίσως με πουν:
Τι κάνουμε τώρα; Ερημιά. Πάμε για περπάτημα;
Άμα γουστάρεις με τα αμάξια;