Σὰν μιὰ σκιὰ
σὰν παλίρροια περιπολεῖς
μαρτυρώντας ἀνυποχώρητα τὴν κυριαρχία σου
οἱ νοσταλγίες μου μὲς στὴ μέθη σου
σκέπασμα ἐλαφρὺ παρηγοριᾶς
ὁλοένα
στὴν ἀναζήτηση μιᾶς σταλαγματιᾶς στοργῆς
ξοδεύονται καὶ κρυώνουν
Τὸ ποίημα ὀρθὸ στέκεται
Μὲ ζεστὸ πηλὸ καὶ αἷμα
ζυμωμένο μὲ λύπες μαζὶ μου
Μὲς στὴ σοβοῦσα διαταραχὴ
τὸν ἑαυτὸ μου ἁπλουστεύω
ἐνδύω τὴ γυμνὴ ψυχὴ μου μὲ λέξεις του
μὲ λάμψεις χρωμάτων
κατέρχομαι συνεπαρμένος
στὸ χρυσοκόκκινο ἡλιοβασίλεμα
τῆς ζωῆς μου
ἔχω ξεχάσει τὴν τόλμη τῶν φτερῶν
τὸ ἄρωμα τοῦ μυστηρίου
μέ μνήματα κενὰ συνομιλῶ
Σὲ καμένα κατάλοιπα λεηλασιῶν
ἐκπρόθεσμα
μὲ βρίσκω
ὤ ψυχὴ τοῦ ποιήματος
ὑποβαστάζεις ὅλο τὸ βάρος τῆς ὑπόστασής μου
πορεύεσαι μὲ τὴν ψευδαίσθηση
λύπη ἔχει σκοτώσει τὸ δρόμο
ποῦ πᾶς
τὸ ποίημα μόνο του
μὲ ἀκατάληπτα παραμιλητὰ
κοχλάζει μέσα μου
στὰ τετελεσμένα
κρέμασα τὴ ζωὴ μου
τελικὰ
σὲ περιφανεῑς ἀπουσίες