πρὶν καλὰ καλὰ γυρίσω τὴν πλάτη
πρὶν στὰ ἀκοίμητα βάθη μου γείρω
νὰ ξαποστάσω λίγο
χτύπησαν
χτυποῦν πάντα καλὰ
στοχεύουν ἀπίθανα
τώρα μὲ τὴ θύμηση τῶν περασμένων
κυλῶ σὲ ξεφτισμένη ἀθῶα ἐρήμωση
στὰ ρεούμενα ἄθελα ἀναμεμειγμένος
τώρα
λεπτοφυεῖς σχηματισμοὺς μισῆς παρηγοριᾶς
συλλέγω στὴν κρύπτη μου
στὸ πυκνὸ σκιόφως ὡς ἁπλὴ στοιχισμένη ἐπανάληψη
ζῶ λένε
σὲ πολλαπλὰ θρύψαλα
τοὺς ἀπαντῶ
Εὐτυχὴς ποὺ ἐρημικὸς δειλὸς ἔστω
βουβὰ δίχως κακία
ἀδιάφορος ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ὀνομάζουν σωστὸ
μέσα μου προχωρῶ μόνος
Δυὸ στάλες οὐρανὸ εἶχε τὸ βλέμμα μου
ἕναν ἀέρα μελαγχολικῆς λαμπρότητας
γι αὐτὸ ἴσως
δὲν τὸ ἄντεξαν
στὴν ἐρημιά μου παραδόθηκα τελικὰ
δὲν καταδέχτηκα ποτὲ
στὴ λάμψη τοῦ ἀσήμαντου
κενὴ μορφὴ
ἄδειο δοχεῖο νὰ κρατῶ
εὐτυχὴς συνεχίζω βαθιὰ μου
ἀδιάλειπτα
στῶν ὁραμάτων τὴν ἀκύμαντη θάλασσα
τὶς ἀπώλειες ἰχνηλατῶ
ἀκόμα μιὰ σιωπὴ κρεμάω
στὴν ἄκρη τῶν χειλιῶν μου ξανὰ
ἐν μέσω ἀκανθῶν
δέομαι
ἀποστέργω τὸν ὄγκο τόσων κούφιων
ἀναμνήσεων
στὴ βλάστηση τόσων ρηγμάτων
μὲ ψυχὴ ἀνασκαμένη
μὲ τὸ μολύβι μου
εὐτυχὴς
στὴν καρδιὰ μένω
κι ἄς μὲ πρόδωσαν
τόσοι
σχεδὸν ὅλοι
Γιάννης Μασμανίδης