Μὲ κάποιον
μὲ κάποια
μὲ κάποιο
Μιὰν ἐξοικείωση
ζητῶ
στὴν ἐλευθερία τῶν ὀνείρων
γιὰ λίγο νὰ ἀφεθῶ
Νὰ ἀποφύγω
τῶν μηδενικῶν
τὴν ἀνθοβολοῦσα προσποίηση
τὸ θάψιμο τῶν παλιῶν ἡμερῶν
μὲ τὴν ἁρμόζουσα εὐλάβεια νὰ ἐπιτελέσω
ὅσο γίνεται νὰ μπορῶ
Κλεισμένος ἀκόμη ἐδῶ
στοὺς τσιμεντένιους τοίχους
τῆς μονιᾶς μου
στὴν πιὸ κλειστὴ στροφὴ ἰσοζυγίζω
ζωὴ καί θάνατο ἀντάμα
Διακινητήριες γκρεμνοῦ οἱ λέξεις μου
κυριευμένες ἀπὸ ἐξομολογητικὴ διάθεση
μάζα εὐμετάβλητη δραστήριου ὑπνωτικοῦ
ἀραδιάζουν θέσεις κενὲς στὸ μυαλὸ καὶ τὸ χαρτὶ
βασανίζουν ἀδιάκοπα τὴν ψυχὴ
πλαγιοδρομοῦν στὰ πέπλα τῆς φθορᾶς μου ὁλοένα
σκορπώντας στάχτη σὲ παλιὲς ξεθωριασμένες φωτογραφίες
δῆθεν ζωῆς
Μὲ κάποιον
μὲ κάποια
μέ κάποιο
ἕνα γεφύρι πέτρινο
νὰ χτίσω
τῆς ἀνυπαρξία μου τὸν λυρικὸ ρεμβασμὸ
νὰ περπατήσω ἀθόρυβα
ὅπως ἁρμόζει σὲ μοναχικὸ λυράρη
μὲ ἀγαλλίαση στὸ σκληρὸ ἀνελέητο τέλος
ποὺ ἀθόρυβα γοργὰ πλησιάζει
ἕνα χαμόγελο ἀχνὸ
νὰ θρέψει λίγο Ἄνοιξη
στῶν μηδενικῶν τὴν ἀνθοῦσα προσποίηση
ἔστω
λίγο δὲν εἶναι
Γιάννης Μασμανίδης