O Περιδάκης, σπάνια παραφθορά ονόματος, (ίσως Περικλάκης), ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος. Είχε τρία παιδιά, ένα από τον πρώτο γάμο και δύο από το δεύτερο. Σύζυγο δεν είχε, για κάποια περίεργη σύμπτωση αρνητικών συγκυριών. Και ήταν ήσυχος άνθρωπος. Βέβαια, αυτό δεν έχει άμεση σχέση. Στη ζωή οι συμπτώσεις ακολουθούν, καμιά φορά, ασύμπτωτες πορείες. Δοκίμασε να φτιάξει οικογένεια για τρίτη φορά, μα δε συνέβηκε.
Λίγο οι πιέσεις και τα σχόλια των παιδιών, λίγο οι αναποδιές και πολύ η ηλικία,τον έκαναν να βαρύνει, να παίρνει τις αστοχίες σαν αρνητικά μηνύματα και να χάνει σιγά-σιγά το «δικαίωμα ψήφου», όπως έλεγε λίγο σκωπτικά, δηλαδή τη διάθεση μιας νέας ερωτικής απόπειρας. Ταξίδια μοναχικά. Μα κυρίως, γράψιμο, διάβασμα με χοντρά γυαλιά ήταν οι προτιμότερες συνήθειές του, που τις ξεκινάει κανείς με τη σχολική καταπίεση αλλά παραμένουν οι πιστές αγαπημένες της ζωής. Να προσθέσουμε και το καλό κρασί.
Η θάλασσα γυάλιζε μπροστά του, το νησί ετοιμαζόταν για την αυλαία του ηλιοβασιλέματος. Πλάτη στο φάρο ο Περιδάκης, άφησε την αίσθηση να τον περονιάσει. Ήταν γεμάτος ευαισθησίες. Έχοντας δει τις λύσεις της ζωής, στα άλυτα προγνωστικά της νιότης, είχε την ηρεμία του μεστού μοναχικού. «Δεν πειράζει», έγραφε στο ημερολόγιό του, τελευταίο καλειδοσκόπιο σκέψεων.
«Οι ερωτικές σχέσεις για μένα τέλειωσαν. Θα ζήσω μόνος. Τώρα ξέρω το σκληρό τρόπο».
Αισθανόταν το φάρο δίπλα του συντροφιά. Οι φωνές του σώματος κόπασαν. Οι καημοί είχαν ημερώσει μέσα του και έσταζε καλοσύνη με κάποιο ίσως παράπονο. Σηκώθηκε σε οίστρο και απήγγειλε πολύ δυνατά, ένα ποίημα στα κύματα.
«….Κι υπάρχουν λίγοι, που κλεφτήκαν με τη θάλασσα,
Κάνοντας τις παλάμες τους κουπιά,
Να μη μπορέσουν ποτέ μα ποτέ πια,
Να την περάσουν…»
[Γιώργος Σαραντάρης, ποιητής]
Ένας γλάρος προσγειώθηκε μπροστά του παράτολμος. Ο Περιδάκης έμεινε ακίνητος, μη χάσει το σύντροφο.
«Ο γλάρος σήκωσε τους ώμους, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, λίγο αδιάφορος για τα δρώμενα», σκέφτηκε ποιητικά. Ύστερα με κινήσεις αργές, κατέγραψε στο χαρτί το φόβο να μην τελειώσει το δείλι.
«Έχουν ένα κακό οι αυγές και τα δειλινά. Φεύγουν». Διακοπή. «Έτσι και οι ερωτικές σχέσεις», του έγνεψε μια κρυφή χορδή και το κατέγραψε. Πράγματι το δείλι έφυγε, νύχτωσε. Σηκώθηκε. Ο γλάρος ξαφνιάστηκε, πέταξε προς την κορφή του φάρου, όπου τρύπωσε από κάποιο κοίλωμα, κρώζοντας με θρηνητικούς αντίλαλους μέσα στο ερημικό του σπίτι.
«Καιρός να πηγαίνω, έχω όλο το απόγευμα εδώ ψηλά. Τι ώρα να ’ναι άραγε;», έκανε μεγαλόφωνα, ο Περιδάκης. «Εννιά και τέταρτο», ακούστηκε πρόθυμα μια γυναικεία φωνή, από την πίσω μεριά του φάρου….
Από τη Συλλογή Διηγημάτων μου, “Το κρυμμένο αριστούργημα του Ζοζέφ Ινεμπράο”.