Στὸ κλίμα τῶν κελιῶν τῶν σκοτεινῶν τοῦνελ
Στὸ βρόχο τοῦ σχοινιοῦ ποὺ ἀέναα σφίγγει
στὸ πλέον ὁρμητικὸ σκοτάδι
αὐτὴ ἡ ψυχὴ
ἡ ψυχὴ μου
κυνηγημένα ταξίδια ἀπωλειῶν
γκρεμνοὶ ἀπροσδόκητης πτώσης
τὴν καλοῦν τὴν παραμονεύουν
μελανιὰ σέ παλιὸ χαλὶ
Τίς εἶ
μὲ ρωτῶ
Σὲ λωρίδα παρολίγον θανάτου
τὴν διαρκῶς συγκαλυμμένη πρόθεση ζωῆς
μοιράζω
σιωπὴ πλαστογραφῶ
Σπαταλιέμαι σὲ ἄσκοπη ρηχὴ περιπλάνηση
Τίς εἶ
τώρα ποὺ ξεχείλισε μοναξιὰ
στά μάτια στὰ χείλια στά σεντόνια
ἐν καιρῶ σχεδιάζω τὸν ἑαυτὸ μου νὰ λαφυραγωγήσω
τά σκαπτικὰ ἐργαλεῖα ἀπὸ ἕνα παλιὸ ντουλάπι ἀποθήκευσης
ἑτοιμάζω
Τραβῶ τὴν κουρτίνα τῆς συσκότισης
ποιήματα δεδομένων ταφῆς
ἀνερμήνευτα συντάσσω
ἀφήνω χνάρια παντοῦ
κουβαλῶ χῶμα χῶμα πολὺ
τὸ πρόσωπό μου ψηλαφῶ
τὴν προοπτικὴ τῆς δύσης
τὴν θλιβερὴ ὀδύνη τῶν ρυτίδων
καταδικασμένος σέ λέξεις
οἱ ἄκρες τῶν δαχτύλων μου πλήγιασαν
σκούραιναν τὰ σωθικά μου
Μὲ τὸ ἴδιο εἰσιτήριο στὴν ἐρημία τῆς κάμαρης
Ἐπιθεωρῶ τὸ τοῦνελ μου
Θάβω γράφω Ξεθάβω γράφω
ἴζημα στὸν πυθμένα
ξέχασα τὴ ζωὴ μου
κουφάρι γιὰ νὰ τα·ι·στοῦν ἀδέσποτα
σὲ ξεχασμένη προσμονὴ
Στὸ κλίμα τοῦ κελιοῦ τοῦ σκοτεινοῦ τοῦνελ
στιλπνὸ πτίλωμα ἀνυπολόγιστης λογικῆς
ΣΕ ΛΩΡΙΔΑ ΠΑΡΟΛΙΓΟΝ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ἄχ νὰ μποροῦσα
Γιάννης Μασμανίδης