Τοὺς παλιοὺς κουρασμένους
καθρέφτες
ποὺ κρατοῦν ζεστὲς ἀναλλοίωτες
ἀναμνήσεις
ποὺ δὲν τρομάζουν ἀπὸ σιωπὴ
οὔτε ἀπὸ σκοτάδια
Στὶς μακριὲς ὧρες τῆς νύχτας μου
ὁμιχλοσκέπαστη συσσώρευση στιγμῶν συλλέγω
στὰ ὀνείρατα ζητῶ καταφύγιο
σὲ καθρέφτες πιστοὺς
σὲ μπαλκόνια μὲ γλάστρες μὲ απέραντους οὐρανοὺς
στὸ ἔρημο σπίτι
τοὺς ἤχους ποὺ μοιάζουν μὲ θρό·ι·σμα ἀνεπαίσθητο φύλλων
μὲ ξεδίπλωμα φτερῶν πρὶν τὸ πέταγμα
εὐφημίζω
τὴν σκοτεινὴ εὐθεία τῆς ζωῆς
καθὼς στὴν ἀπώλειά της ἀνηφορίζει
Ἀγκομαχώντας
Ἀνηφορίζω
τὴν πεθαμένη σιωπὴ
σὲ κάτι
ἐναπομείνασες σκουριασμένες στιγμὲς
γιὰ μιὰν καλὴ κηδεία μόνο
εὐφημίζω
Μέ τὸ λιγοστὸ
ματώθηκα
Μα τώ νο μαι