Μόνο σοβαρά
Του Βαγγέλη Μπάκα
Αναπολώντας τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι πιθανότητες να αποφύγω το θάνατο ήταν απειροελάχιστες, θα αναφέρω πιο κάτω την πιο θανάσιμη από όλες.
Στα δεκατρία μου χρόνια κατέβηκα στα Γρεβενά για να φοιτήσω στο γυμνάσιο Γρεβενών. Το σπίτι μου, μόνο με σπίτι δεν έμοιαζε, ήταν κάποιο πλίθινη αποθήκη για τη στέγαση των καταδιωκόμενων από τους αντάρτες (έτσι τις λέγανε αυτές τις μεγάλες γιούρτες). Βρισκότανε απέναντι από το σούπερ μάρκετ Μασούτη, και συγκεκριμένα στη θέση όπου ο δήμος έχει κατασκευάσει ένα ξύλινο υπόστεγο.
Δίπλα μου και κολλητά στεγαζόταν το κουμάσι-σπίτι της ρακοσυλλέκτριας Βαρβάρας. Το λέω κουμάσι γιατί έτρεφε λίγα γουρουνάκια, μερικές κατσίκες, και κάποιες κοτούλες. Στο βουνό από σκουπίδια υπήρχαν και κάποιες από τις βρόμικες ζωοτροφές. Και μέσα στις ζωοτροφές φώλιαζαν εκατοντάδες ποντίκια! Άνθρωποι και ποντίκια σε όλο μας το μεγαλείο! Δεν άφησα ατιμώρητο τον τρόμο των ποντικιών! Κάθε φορά που κάποια από τις παγίδες έπιανε ποντικό σηκωνόμουνα, τον περιέλουζα με πετρέλαιο και γινότανε κάρβουνο. Συγγνώμη φιλοζωική εταιρία! Τώρα αγαπώ κι εγώ τα ζώα. Άλλωστε σε τι διαφέρουμε; Ζω το ρήμα, και Όν το ουσιαστικό, άρα ζώον!
Να τι είχε αυτό το σπίτι μου. Μια ξύλινη πόρτα, με κλειδαριά ασφαλείας ένα μάνταλο. Δρασκελώντας το κατώφλι περνούσα στον ενιαίο χώρο και ο οποίος ήταν, αντί για τρία δωμάτια και κουζίνα, μόνο ένα δωμάτιο πέντε επί πέντε!
Οικοσκευή- επίπλωση: Ένα ξύλινο κρεβάτι. Μια ξυλόσομπα. Το φως μού το παρείχε μια γκαζόλαμπα. Ένα τραπέζι καρυδιάς, από κλεμμένη πλάκα του παρακείμενου εργοστασίου των αδερφών Γιώτα, δικής μου κατασκευής. Είχα προσθέσει τέσσερα ξύλινα πόδια. Τα πριονίδια, σε μορφή καλαμποκάλευρου, από το ίδιο ξυλουργείο, μαζί με κάποια τσάκνα για προσανάμματα, ήταν ταυτόχρονα η φωλιά των ποντικιών. Επειδή οι τοίχοι ήταν διάτρητοι, με επισκεπτόταν συχνά. Κι αφού δεν μπορούσαν να περάσουν επάνω από το πτώμα μου, ήμουνα καλά σκεπασμένος, περνούσαν από το πρόσωπό μου και με τρομάζανε. Τελικά βρήκα τη λύση. Έπαιρνα δίπλα τη βελέντζα και στο κεφάλι! Μια συνήθεια η οποία με ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Τουαλέτα δεν υπήρχε, ούτε εσωτερική κι ούτε εξωτερική. Βρισκότανε κάτω στο ποτάμι… Κι όπως το είχε συνήθειο ο οργανισμός μου με έστελνε κάτω μόνιμα τις απογευματινές ώρες.
Η κεραμοσκεπή, με μόνωση κάποιες φτέρες, έσταζε. (Τα κεραμίδια στάζουν: Χρόνης Μίσιος) Τη λύση την έδωσε μια λαμαρίνα η οποία τοποθετήθηκε από τον καλό μου πατέρα επάνω από το κρεβάτι. Το δάπεδο ήταν εντελώς χωμάτινο. Να γιατί απέφευγα επιμελώς να βάζω ηλεκτρική σκούπα. Για να μη σηκώνεται σκόνη…
Τα ψώνια μου! Ένα καρβέλι χωριάτικο ψωμί εβδομαδιαίας διαρκείας. Λίγα αβγά με τυρί και κάποια κλεμμένα φρούτα. Κι όλα βρισκόταν, ασφαλή, σε μια ξύλινη κάσα με αμερικάνικα γράμματα.
Νερό δεν είχα. Και κάθε φορά που ήθελα να πάρω από την αυλή της γειτόνισσας με τη στάμνα της έλεγα: Κυρία Ιφιγένεια; Μήπως θέλεις να σε φέρω τίποτα ψώνια από την αγορά; (εκ του πονηρού για να μειώσω την υποχρέωση)
Έλα πάρε νερό Βαγγέλη!
Κι όμως τα σκυλιά εκείνης της εποχής με είχανε για εύπορο και δεν έφαγα ποτέ ένα πιάτο φαγητό από το ΠΙΚΠΑ επειδή ο πατέρας μου ήταν Ταλιαδουρικός! (γαμώ τη φτώχεια μας)
Κι όμως, η στενοχώρια μου ήταν άλλη. Όσο ήμουνα στο χωριό και μαζευότανε οι γείτονες, για να ξεπροβοδίσουν τη μάνα μου, η οποία πέθαινε και ανασταίνονταν κάθε τόσο, λέγανε:
Πιο σιγά! Μη φωνάζετε! Ακούει και το παιδί. Πάγωσαν τα πόδια της! Το τελευταίο βράδυ της Μαρίνας! Τελείωσαν τα ψέματα!
Μη φωνάζεις στου είπα!
Αυτό κοιμάται τώρα, δεν το βλέπεις που γλάρωσε;
Παρίστανα τον κοιμισμένο… αν και ήμουνα πολύ ξύπνιος. Για το δάσκαλο, παιδί θαύμα!
Το πρωί έτρεχα στο δωμάτιο για να δω εάν η μάνα μου ήταν ζωντανή. Κι όταν κάποια μέρα δεν την είδα, άρχισε να κλαίω γοερά. Και ξαφνικά άκουσα τη μάνα μου να καλεί τις κότες για το πρωινό τους γεύμα: Πουλ πουλ πουλ…
Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφευγα νύχτα για το χωριό, για να δω εάν ζούσε η μάνα μου και επέστρεφα χωρίς να φανερωθώ. Πηγαίναμε νυχτερινό στο πρώτο δημοτικό σχολείο. Εκεί ήταν το Γυμνάσιο.
Η μόνιμη αφαίρεση με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ και να διαβάσω. Να γιατί την κουκουβάγια έπρεπε να την φοράω στο δημοτικό, και στο γυμνάσιο τον μπούφο! Και μόλις πέθανε η μάνα μου ξύπνησε ο συγγραφέας. Με το που βραβεύτηκα στον πρώτο πανελλήνιο διαγωνισμό, διηγήματος και ποιήματος, είπα: Άρα κάτι κάνω! Και άρχισα να μεταφέρω όλο το πνευματικό υλικό, το οποίο είχα καταχωνιασμένο στο μαλακό δίσκο του μυαλού μου, στο χαρτί.
Και να το ατύχημα που παραλίγο να γίνει δυστύχημα και να σας απαλλάξω για πάντα από τα σοβαρά και ευτράπελά μου!
Κάποιο βράδυ με ξύπνησε η δυσκολία της αναπνοής. Διαφορετικά θα κοιμόμουνα για πάντα! Κοντανασαίνω, νιώθω μια ατονία και μια αδυναμία, με αποτέλεσμα να δώσει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης εντολή στο χέρι μου: Να ανοίξω το φυλακίστικο και μοναδικό παραθυράκι, που βρισκότανε πίσω από το κεφάλι μου. Το χέρι μου, αν και λιπόσαρκο, ήταν πολύ βαρύ. Πλησιάζω το πόμολο στα πέντε εκατοστά και δεν μπορώ να το σηκώσω άλλο. Οπότε, κάνοντας μοχλό το αριστερό χέρι κατορθώνω και το φτάνω. Το ανοίγω και ξαφνικά, μόλις χόρτασα αναπνοή, ένιωσα λιοντάρι. Εάν δεν άνοιγε εύκολα, σε λίγα λεπτά δεν θα μπορούσα καν να αναπνεύσω και θα πέθαινα.
Να τι είχε συμβεί. Οι χωριανοί μου, με άδεια του πατέρα μου φυσικά, χρησιμοποίησαν τη βίλα μου για αποθήκη. Είχανε γεμίζει το δωμάτιο με τσουβάλια λιπασμάτων. Κι όσο για ελεύθερο χώρο, μου αφήσανε μόνο ένα διάδρομο για να περνώ στο κρεβάτι.
Μετά από πολλά χρόνια, βλέπω να εξέχουν από κάποιον κάδο απορριμμάτων δυο πόδια! Τρέχω, τραβώ τη γριούλα και τι να δω! Ήταν η Βαρβάρα! Επειδή ήταν τόσο πολύ μεσόκοπη, ίδια ορθή γωνία, την αποκαλούσαμε παλιά Πυθαγόρειο θεώρημα. Εκείνη ήταν βλάχα και με αποκαλούσε Παλαέντι! Χωρίς να μου δώσει ποτέ κάποια εξήγηση!
Υ.Γ. Πόσα γράμματα να μάθαινα φίλες και φίλοι σε εκείνη τη βίλα! Να γιατί θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που επιβίωσα. Τα επόμενα τέσσερα ατυχήματα ήταν κι αυτά το ίδιο επικίνδυνα. Εκτός από ριψοκίνδυνος ήμουνα και πολύ τολμηρός και ψύχραιμος.