Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Το μοσχάρι σήμερα παραπέμπει σε μερίδα φαγητού. Μια μερίδα μοσχάρι με μακαρόνια! Μια μοσχάρι με πατάτες! Μοσχάρι κοκκινιστό! Μοσχάρι γιουβέτσι κλπ.
Πολύ λίγα παιδιά, ελάχιστα θα έλεγα, είδαν μοσχάρι ζωντανό. Και πώς να το βλέπανε άλλωστε αφού είναι σταβλισμένο, ενώ το ελευθέρας βοσκής σπανίζει! Αλλά κι εκείνο, για να το δουν, πρέπει να πάνε σε κάποιο λιβάδι. Στις καφετερίες, όπου συχνάζουν οι νέοι μας σήμερα, μόνο σε πίνακες με ταυρομάχους μπορούν να δουν κάποιο μοσχάρι. Μιλάμε όμως για ζωντανό!
Προσωπικά είχα την τύχη να μεγαλώσω αρκετά μοσχαράκια. Ή τέλος πάντων, όσα είχε γεννήσει η μικρή μας αγελαδίτσα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη μυρουδιά, κράμα γαλατίλας και ζεστού ιδρώτα, που ανέδυε το κεφαλάκι τους. Μοσχοβολούσαν. Λέτε γι αυτό να λέγονται μοσχάρια; Από το μόσχο; Μισό λεπτό να ρίξω μια ματιά:
«Μόσχος: Ζώο το οποίο παράγει άρωμα. Ένα προϊόν των αδένων ελαφοειδούς ζώου». Αν είναι έτσι, δεν έπρεπε να λέμε και για τα αρνάκια πως αρνοβολούν;
Η μυρουδιά αυτή των μοσχαριών μόνο απέχθεια προκαλεί στα παιδιά της εποχής μας, και την αποπέμπουν με ένα χαρακτηριστικό: μπλιάξ!…»
Ήταν τόσο όμορφα και γλυκά τα αθώα εκείνα καθαρά προσωπάκια τους που τα σύγκρινα με τα αρνάκια.
Η σχέση παιδιού και μοσχαριού, ήταν μοναδική εκείνα τα χρόνια της ένθεν και ένθεν αθωότητας.
Μόλις το πλησίαζα στο παχνί και του έδινα να φάει κάτι από τα χέρια μου, με επιδόρπιο ένα κομμάτι φέτας ψωμιού αλειμμένης με ζάχαρη, με αποζημίωνε με το παραπάνω. Με χτένιζε τζάμπα.
Δε χρειαζότανε να μου το πει. Το καταλάβαινα. Έσκυβα λοιπόν το κεφάλι μου και άρχισε την περιποίηση. Μου έγλειφε με τόση μαεστρία το μαλλί, που έστρωναν ακόμα και οι πιο δύσκολες τρίχες της κεφαλής μου. Πού είσαι Τρύφωνα να ζηλέψεις!
Όταν κάποιος έβαζε στα μαλλιά του μπριγιαντίνη, λακ, ή κάτι παρόμοιο και γυαλίζανε, του λέγανε: μοσχάρι σ’ έγλειψε;…
Να λοιπόν πώς προέκυψε αυτή η φράση.
Δεν ξέρω τι θα έκανε σήμερα το μοσχάρι εάν, σκύβοντας, αντίκριζε το ροζ κράνος μου! Λέτε να χρησιμοποιούσε τη φαλάκρα μου για καθρέφτη και να έκανε το δικό του μαλλί! Δεν αποκλείεται.
Όταν αφηγήθηκα αυτήν την συνήθεια σε κάποιον νεαρό, να τι μου απάντησε, μεταξύ σοβαρού και αστείου: Γι’ αυτό μπάρμπα βγήκατε όλοι μοσχάρια…
Δεν με πείραξε τόσο το «μοσχάρια…» όσο το μπάρμπα! Πότε μεγάλωσα τόσο και δεν το κατάλαβα!…
Εκείνο όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, από τη σχέση μου αυτή με τα ζώα, είναι το εξής:
Όλα τα μοσχαράκια κάποτε τα πουλούσαμε. Για το συγκεκριμένο όμως είχα την ατυχία να παρακολουθήσω την πώληση, από το παζάρεμα μέχρι την παραλαβή του από τον ζωέμπορο.
Ο βάρβαρος έμπορος έπιασε το καπίστρι και το τράβηξε με τόση δύναμη, λες και είχε πάρει μέρος σε διελκυστίνδα. Κι όσο πιο γερά το τραβούσε, άλλο τόσο αυτό αντιστεκότανε. Κι όσο πείσμωνε ο έμπορος, άλλο τόσο πονούσα εγώ. Κι όταν το χτύπησε στο πρόσωπο με το καμουτσίκι, γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε με κάτι τεράστια μάτια, πιο μεγάλα κι από μοσχαρίσια! Κι αφήνοντας ένα μουουουουου… όλο παράπονο, με έσκισε την καρδιά. Ήταν ο βοδινός ρόγχος θανάτου! Πόσο πόνεσα αλήθεια! Το βλέμμα του εκείνο θα με ακολουθεί πάντα! Όσο θα ζω!…
Έτρεξα κοντά του, το αγκάλιασα, το φίλησα, κι αφού γνώριζα τι το περίμενε πήγα πίσω από τον αχυρώνα και έκλαψα πρόωρα τη σφαγή του.
Στα παλιά τα χρόνια δεν τρώγανε βοδινό. Κι όταν ρώτησα μια μέρα κάποιον παππού, πήρα αποστομωτική απάντηση:
«Είναι σαν να τρως το παιδί σου! Από αυτά τρώγαμε ψωμί…» μου είπε και με έπεισε απόλυτα. Από τότε, κάθε φορά που μου μιλούσε για πείνα, δεν του είπα ξανά εκείνη τη βαριά κουβέντα: «Δεν σας έκοβε και τόσο μωρέ παππού, άκου δεν τρώγατε βοδινό!».
Δεν έφταιγα εγώ για τη σφαγή, κι ούτε μπορούσα να κάνω κάτι για να την αποτρέψω. Όμως, είχα κάνει κάτι άλλο για το οποίο θα με βασανίζουν οι τύψεις όσο θα λειτουργεί ο εγκέφαλός μου. Είχα δείρει αρκετά ζώα τα οποία είχαν το θράσος να θέλουν μια μπουκιά απαγορευμένου καρπού, σαν τον Αδάμ. Τι θα γινότανε άραγε αν, αντί για μήλο, αρπάζανε μια ρόκα από καλαμπόκι! Χίλιες φορές να τα άφηνα, κι ας τις έτρωγα εγώ από τον αγροφύλακα. Τώρα έχω τύψεις… Καλά να πάθω!
Να και η αφέλεια του νεαρού ο οποίος, αντί να πάει στον κρεοπώλη για να αγοράσει ένα κιλό μοσχαρίσιο κρέας, πήγε στο φούρνο. Λες και του είχε πει η μάνα του να το πάρει ψητό σε ταβά:
«Παρακαλώ ένα κιλό μοσχάρι θα ήθελα!».
«Μα εδώ πουλάμε ψωμί παιδί μου! δεν το βλέπεις;».
«Τότε δώστε μου μισό κιλό κιμά!…».
Να γιατί πολλά παιδιά νομίζουν πως τα στραγάλια βγαίνουν από τη στραγαλιά.