ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
(κερί στὴ μνήμη τοῦ Μασμάνου )
ΔΕΝ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ποιητὲς
πατέρα
Ὁ θάνατος δὲν ὑπόσχεται τίποτα
Μόνο
Τὸ τέρμα τοῦ πόνου
Σὰν ἔρθει
λὲς
-ὅπως ψιθυριστὰ μοῦ εἶπες καὶ σύ-
ἕνα σιωπηλὸ ἀντίο
χαιρετᾶς μὲ ἕνα νεῦμα
ἤ μὲ ἕναν σπασμὸ
καὶ μετὰ
τὸ φίλμ ἄλλη στάση δὲν ἔχει
Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ποιητὲς
δὲν ὑπόσχεται τίποτα
μὲ ψυχραιμία αὐτὸς ὁμολογεῖ
τὴν ἐπερχόμενη ἀποσύνθεση
τῶν πάντων
οἱ ποιητὲς
σὰν χιόνι ποὺ λιώνει
καὶ γὼ στὸν πειρασμὸ μιᾶς παρόμοιας διαδρομῆς
τὸ περιλάλητο ὑλικὸ του
ἐκστατικὰ
σέ ἀνάνθιστες μαργαρίτες σκορπῶ μαζὶ τους
ψαύοντας ἐλπίδα
καὶ σὺ πατέρα ἀγαπημένε μου
Στὸν πηλὸ ποὺ πλάστηκες ἐπέστρεψες
καὶ μὲ περιμένεις
Ἀσύντμητη ἡ πνοὴ σου μέσα μου
ζεῖ
Ἀρνοῦμαι νὰ κοιμηθῶ
τραβάω τὰ σκεπάσματα
καλύπτω τὸ κεφάλι μου
Νὰ μὲ περιμένεις
χτυπῶ τὴν πόρτα
Ἄνοιξε
Μὲ κούρασα τόσο
Γιάννης Μασμανίδης