Τώρα πιὰ
δὲν ἔχει ἀπομείνει τίποτε
παρὰ μόνο ἀποφάγια
τὰ ἄλλα
ἔχουν ποδοπατηθεῖ
στὸ χῶμα παραδομένα
ἀποσυντίθενται
Μέσα μου ἀκόμη
παραμορφωτικοῦ καθρέφτη ἀναπαράσταση
ξεχασμένο φῶς καῖς
παραπατώντας κάτω ἀπὸ τὸ φορτίο μου
ἀνοίγω τὶς λέξεις σου “γιὰ πάντα” ” γιὰ πάντα μαζὺ”
ἐποικίζω τὴν ψυχὴ μου ψεύτικα μὲ αὐτὲς
Ἕνα δύσμορφο δεμάτι οἱ λύπες ἀχνοφαίνονται
γύρω τους βηματίζω
σκεπτικὸς συνοφρυωμένος
Τώρα τὴν ἡσυχία τοῦ κενοῦ ἀναζητῶ
μὲ τὸ φεγγοβόλημά του μοναδικὸ ἀχνὸ φῶς
πρὸς μιὰν ἡρωικὴ προσπάθεια πτώσης
συνειδητὰ ὁδεύω
Στὰ ἄχαρα ταλαντεύομαι
στὸ σκονισμένο σκοτάδι τῆς κάμαρης
γιὰ ἕνα κινδυνῶδες ἀκόμα ἐγχείρημα
Τώρα πιὰ
ξεραμένος λεκὲς ἀπὸ μαρμελάδα δαμάσκηνο
τὰ φιλιὰ σου ἐκεῖνα ξαναμετρῶ
κρύα ἀποφάγια
σιωπηλῆς μάταιης ἐγκαρτέρησης
τὸ κενὸ ὅμως
τὸ κενὸ
ὅπως σκυθρωπὸ μαῦρο γεράκι
παραφυλάει
Ἀπὸ τόσα συναφῆ ἐγκιβωτισμένος
ἀδιάλειπτα πεζοπορῶ
ἀπὸ ἐπείγουσα ἀνάγκη χαμόγελου
σὲ ἄλλη
πρὸς μιὰν ἡρω·ι·κὴ προσπάθεια πτώσης
ἐπικοίζω τὴν ψυχὴ μου ψεύτικα
Γιάννης Μασμανίδης