στὴ γερασμένη ἐπιφάνεια
τοῦ ἀβοήθητου κορμιοῦ μου
μιὰ δαχτυλιὰ σου ζωντανὴ ἀκόμα
νοσταλγικὴ ψιχάλα συνεχὴς
στὸν καταλύτη χρόνο ποὺ ρημάζει
τὰ πάντα
ἀντιστέκεται
ἀσκεῖ ἐξουσία
σὰν ξερὸ φύλλο φθινοπώρου ἀλύγιστο
καμπυλώνει
ὅ,τι ραγισμένο ἀπέμεινε
ὅ,τι νομίζει πὼς ἀκόμα ζεῖ
τί νὰ πῶ δὲν ξέρω ἄλλο
Μιὰ δαχτυλιὰ σου
γμτ
μὲ τὸ φυτίλι ἕτοιμο
γεμίζει τὶς πτυχώσεις μου
σὰν καλοπροαίρετη πύρινη λάβα
ἀκούραστα ἀναδεύει τὸ ὑλικὸ τῶν δακρύων
τὴν θριαμβεύουσα ἀπώλεια τῆς οὐτοπίας
Θὰ πρόκειται μᾶλλον
γιὰ ἱστορία μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς
λαθεμένα πάλι μεταφράζω
τὶς συντεταγμένες τῶν θραυσμάτων μου
ἀληθινὰ
πονῶ
γμτ