ἀκόμα καὶ οἱ στίχοι μου εἶναι συχνὰ
ραγισμένοι φρενιτιώδεις ἐντελῶς ξεψυχισμένοι
πολλὲς φορὲς γίνονται καὶ ἐντελῶς παραληρηματικοὶ
οἱ καιροὶ δὲν μὲ χρειάζονται ἄλλο
μὲ ταφικὲς ἰδιότητες μὲ συστατικὴ ἀνεπάρκεια ζωῆς
τί χρειάζομαι
Μέσα σὲ ὅσα ἔχουν παρέλθει
Δὲν μέ χρειάζομαι σίγουρα οὔτε γὼ
Ἀξιώσεις πολύτροπες λαθεμένες μιᾶς ἄλλης ζωῆς κυβερνοῦν
ξεκούρντιστη γέρικη κιθάρα ἐγὼ
προδίδω καὶ τὰ ἀκόρδα
Σέ τί εὐθύνομαι δὲν ξέρω
ἀκόμα μέσα μου τὸ σαράκι τοῦ ἡττημένου
ἀναζητῶ νὰ ξεριζώσω μάταια
ἀλκοολικὸς θαρρεῖς ἀγκαλιὰ μέ τὸ ἄδειο ποτήρι του
στὴν ποίηση τοὺς καημούς μου ἐναποθέττω
Τί νὰ μοῦ κάνει κι αὐτὴ
Βάραινε νὰ κουβαλᾶ τόσα χρόνια τὸ ἀναπηρικὸ καροτσάκι μου
μὲ ἐξαρτήματα πολύπλοκων πολύβουων λέξεων
νὰ μὲ ἀποπλανεῖ μὲ γλυκόλογα στιγμιαίας ὑποστήριξης
ἀνεπίδεκτος μαθήσεως τὸ ἀκατόρθωτο πλοηγῶ
στὰ ἀπόνερα ἐφιαλτικοῦ παρελθόντος ὁλοένα
τρέμουν τὰ χέρια μου τρέμει ἡ ψυχὴ μου τρέχουν δάκρυα
μέσα σὲ ψυχοκοινωνικὲς συνθῆκες ἐξαθλίωσης
στὰ ἀδιάλειπτα ἐλαττώματα τῆς λογικῆς μὲ θρηνῶ
μὲ ἀναπνοὴ σφυγμό πόνο
Φταίω
καθὼς σὲ τοσοδὰ λιθαράκι σκοντάφτω μὲ τὸ ξύλινο ἀλέτρι μου
γιατί στὸ μεροδούλι τῶν στίχων μου τὸν ἠθικὸ σκοπὸ ὕπαρξης
μάταια ξοδεύω
ἀθῶος ἀλλά δυστυχὴς ἀθῶος
Μεροφάι δὲν βρίσκω
<ἅμα λάχει νὰ ποῦμε>
Νηστεύω ὄνειρα τί χρειάζομαι ἄλλο
ἔξω ἀπ’ τὴν ποίηση ὀξυγόνο δὲ βρίσκω
παντοῦ ποντίκια χωματερῆς σὲ κάθε συναλλαγὴ
ὅ,τι ἀγαπῶ θολώνουν
Στὸ μεθυσμένο σκοτάδι μου τὸ τέλος μου φρουμάζω
<ἅμα λάχει νὰ (π) οῦμε>
ἄν πέσω γιὰ ὕπνο ἤ γιά θάνατο
ἴσως ξημερώσει αὔριο