Γράφει ο Βασίλης Τσιάλας ,μεταφραστής-επιμελητής εκδόσεων
Το νέο βιβλίο της Μόνικας Σαβουλέσκου-Βουδούρη για όσα χωρίζουν και ενώνουν τους ανθρώπους
To Ένας κόσμος, δύο κόσμοι, από τις εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, είναι το τέταρτο μυθιστόρημα της Μόνικας Σαβουλέσκου-Βουδούρη που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Το πρώτο ήταν το Πατέρα, είμαστε υπνοβάτες (των εκδόσεων Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος), το δεύτερο Οι κόρες Νίκα (των εκδόσεων Καλέντη) και το τρίτο το Σαν διαβείς τη γέφυρα του Σοβέτο, πάλι των εκδόσεων Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
Όλα αυτά τα πεζογραφήματα καταπιάνονται με ζητήματα συνύπαρξης κρατών, λαών, εθνοτήτων, κοινοτήτων αλλά και μεμονωμένων ανθρώπων στο στενό περιβάλλον της οικογένειας και της γειτονιάς. Το γνήσιο ενδιαφέρον και η πασιφανής οξυδέρκεια της συγγραφέως για όσα χωρίζουν τους ανθρώπους και όσα τους ενώνουν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα προσωπικά της βιώματα. Μεγαλωμένη σε μια επαρχία της Ρουμανίας όπου μιλούνταν τουλάχιστον οχτώ γλώσσες, της φάνηκε παράξενο όταν, πηγαίνοντας στο Βουκουρέστι, άκουγε μόνο Ρουμανικά! Επίσης, όταν έφυγε αυτοεξόριστη από τη Ρουμανία και μετεγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, βρέθηκε σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο. Όχι μόνο επειδή επρόκειτο για δυτική χώρα, αλλά και επειδή αναγκάστηκε για κάποιο διάστημα να ζήσει, υπό αμφίβολες και επικίνδυνες συνθήκες, μαζί με μετανάστες που αγωνιούσαν για το μέλλον τους. Κατόπιν, για δυόμισι δεκαετίες εργάστηκε ως κοινωνιολόγος ασχολούμενη με τις ανάγκες μεταναστών και πληθυσμών, σε διάφορα μέρη της υδρογείου, που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.
Αυτά είναι υλικά που χρησιμοποιεί συχνά για να συνθέσει το σκηνικό των βιβλίων της και τα συναντούμε με διάφορες παραλλαγές σε διαφορετικές εποχές και ηπείρους. Και πιστεύω πως όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία της, όπως και αυτό, συμφωνούν στο ότι η Μόνικα Σαβουλέσκου-Βουδούρη ανοίγει ένα παράθυρο για να δούμε έναν κόσμο που για εμάς τους Έλληνες είναι εν πολλοίς άγνωστος.
Ωστόσο, το νέο της βιβλίο διαφέρει από τα προηγούμενα τουλάχιστον με δύο θεμελιώδεις τρόπους: Πρώτον, εν αντιθέσει με τη μεταμοντέρνα αφηγηματική τεχνική της στα προηγούμενα μυθιστορήματα, εδώ έχουμε μια πιο παραδοσιακά γραμμένη, συμπαγή ιστορία που ως επί το πλείστον εκτυλίσσεται μέσα σε λίγες μέρες, αν και φυσικά περιλαμβάνει αναδρομές οι οποίες φωτίζουν το παρόν, τις προσωπικότητες των χαρακτήρων, και προοικονομούν μελλοντικά γεγονότα. Η δεύτερη βασική διαφορά είναι ότι στο παρόν βιβλίο κυριαρχούν το χιούμορ και η σάτιρα. Βεβαίως, η Μόνικα Σαβουλέσκου-Βουδούρη δεν είναι οπαδός του αισθητικού δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», όμως τα πολύ σημαντικά μηνύματα που θέλει να περάσει αυτή τη φορά έχουν ως όχημα κυρίως το χιούμορ, το οποίο αποτυπώνεται με έναν εξαιρετικά ευφυή και πνευματώδη τρόπο. Μπροστά μας έχουμε σίγουρα ένα βιβλίο γραμμένο με πολύ κέφι και έμπνευση, από το οποίο όμως δεν λείπουν και σελίδες με λυρικό ή και τραγικό ύφος.
Μιλώντας για την πλοκή, το θέμα και τον σκοπό του βιβλίου, θα πιαστώ από τον τίτλο του: Ένας κόσμος, δύο κόσμοι. Τι να σημαίνει άραγε; Ένα χιλιοειπωμένο κλισέ, αλλά τόσο αληθινό, είναι πως, αν κοιτάξει κανείς τον πλανήτη μας από ψηλά, δεν διακρίνει σύνορα. Ο πλανήτης μας είναι μια θεσπέσια ενότητα από μια ποικιλία χρωμάτων και σχημάτων, που το ένα εισδύει μέσα στο άλλο χωρίς πολλές φορές να υπάρχουν σαφή όρια. Ξέρουμε καλά όμως πως, όσο ζουμάρουμε στην εικόνα μας και πλησιάζουμε τον κόσμο που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι, ερχόμαστε αντιμέτωποι όχι απλώς με ποικιλία αλλά και με κατακερματισμό. Μέσα στον έναν κόσμο, μπορεί να υπάρχουν δύο κόσμοι. Στο βιβλίο μας οι πρώτοι δύο διακριτοί κόσμοι είναι οι δύο χώρες από τις οποίες προέρχονται οι πρωταγωνιστές του βιβλίου: η Ολλανδία της καπιταλιστικής Δύσης και η Ρουμανία του κομμουνιστικού μπλοκ (και οι δύο στα μέσα της δεκαετίας του 1980).
Η διαίρεση όμως δεν σταματά εδώ. Αν ζουμάρουμε κι άλλο, θα ανακαλύψουμε κι άλλους κόσμους μέσα στους υποτίθεται ενιαίους κόσμους. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, έχουμε τους επαρχιώτες που ζουν στα ψαροχώρια αλλά και τους γιάπηδες που διοικούν τις μεγάλες μπίζνες τους μέσα σε γυάλινους ουρανοξύστες. Και πιο πέρα, συναντούμε τις κοινότητες των μεταναστών, που προέρχονται από τις ολλανδικές αποικίες και άλλα μέρη.
Από την άλλη, έχουμε τη Ρουμανία. Και εδώ υπάρχει ο κόσμος της νομενκλατούρας, ο κόσμος της πρωτεύουσας, και ένας άλλος κόσμος στην περιφέρεια, εν προκειμένω τη μαγευτική Τρανσυλβανία· ένας κόσμος με στοιχεία από πολλές εθνότητες και παραδόσεις με βαθιές ρίζες που περιπλέκονται αναμεταξύ τους. Και μέσα σε αυτό το ανθρωπομάνι ξεχωρίζουν οι τσιγγάνοι, αγαπημένο θέμα του βιβλίου μας.
Μήπως λοιπόν τελειώνει εδώ η ιστορία με τους διαφορετικούς κόσμους; Αν ζουμάρουμε στην εικόνα μας ακόμη περισσότερο, θα δούμε μεμονωμένους ανθρώπους, ανθρώπους που υποτίθεται πως βρίσκονται στον δικό τους, οικείο χώρο, αλλά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τον διπλανό τους. Ανθρώπους που επιδίδονται σε παθιασμένους ή σοβαροφανείς μονολόγους χωρίς απόκριση, είτε επειδή οι άλλοι δεν τους προσέχουν είτε επειδή αυτοί που μιλούν δεν ενδιαφέρονταν εξαρχής για το αν οι άλλοι θα τους πρόσεχαν. Ως αποτέλεσμα, το Ένας Κόσμος, δύο κόσμοι γίνεται πλέον άπειροι κόσμοι, αφού ο καθένας από αυτούς τους χαρακτήρες είναι στον κόσμο του…
Ο Ολλανδός προϊστάμενος μιας ΜΚΟ, ο Γιάαπ, που είναι και γιάπης, κατά το στοχευμένο λογοπαίγνιο, απευθύνεται στους υφισταμένους με στόμφο και επιτηδευμένο λεξιλόγιο, ενώ εκείνοι είτε δεν τον κατανοούν είτε απλώς περιμένουν πώς και πώς να επιστρέψουν στα γραφεία τους. Στο Συνέδριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Ρουμανία της εποχής Τσαουσέσκου, ακούγονται τυποποιημένες ομιλίες και βγαίνουν προκατασκευασμένα πορίσματα χωρίς πραγματικό λόγο και χωρίς πραγματικό κοινό. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους περισσότερους συνέδρους είναι κάτι άλλο: η επέλαση στον μπουφέ την ώρα του διαλείμματος. Την έλλειψη πραγματικής επικοινωνίας την ξανασυναντούμε και λίγο παρακάτω, όταν μια παρέα συνέδρων, που προέρχονται από τον χώρο της τέχνης και των γραμμάτων, συναντιούνται δήθεν για να συζητήσουν θέματα ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος με έναν αμήχανο Ολλανδό εκπρόσωπο, τον Γιόος. Ο οποίος βρέθηκε στη χώρα τους εντελώς ανέλπιστα, χωρίς να έχει καμία απολύτως σχέση με τον κοινωνικό ακτιβισμό ή έστω κάποιον στοιχειώδη κοινωνικό προβληματισμό: τον είχαν προσλάβει σε μια δήθεν σοβαρή ολλανδική ΜΚΟ και του είχαν αναθέσει την δήθεν αποστολή να τους εκπροσωπήσει στο δήθεν Συνέδριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα απλώς και μόνο επειδή είχε δηλώσει στη ΜΚΟ πως δήθεν του άρεσαν τα ταξίδια… Καταπώς λοιπόν εξελίσσεται η παρέα των συνέδρων με τον Ολλανδό εκπρόσωπο, αποδεικνύεται πως οι περισσότεροι μιλούν μόνοι τους. Την ασόβαρη κατάσταση της δήθεν σοβαρής παρέας ξεγυμνώνουν τα παιδάκια μιας οικογένειας Τσιγγάνων, που τυχαία βρέθηκε ανάμεσά τους, καθώς αυτά βομβαρδίζουν το σαλόνι με τα εσώρουχα της οικοδέσποινας…
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που δεν επικοινωνούν βρίσκεται ο πατέρας της πρωταγωνίστριας, ο γιατρός Βέιζα. Στη σελίδα 10 λέει η ιστορία μας γι’ αυτόν: «Στην κοινότητά του όλος ο κόσμος τον σεβόταν πολύ τον Βέιζα, επειδή μιλούσε όλες τις γλώσσες της περιοχής. Απευθυνόταν στον καθένα στη γλώσσα του. Άκουγε τα βάσανά τους». Ο άνθρωπος που θέλει και ξέρει να επικοινωνεί προσπαθεί να μιλάει στη γλώσσα των ακροατών του και να είναι και ο ίδιος καλός ακροατής. Η κόρη του γιατρού, που είναι και ο βασικός γυναικείος χαρακτήρας του μυθιστορήματος, η Μαρίκα, συμμερίζεται το ενδιαφέρον του πατέρα της για τους συνανθρώπους της. Και μάλιστα λέει ανοιχτά πως έχει αδερφό της έναν τσιγγάνο. Φυσικά, το τι συνέβη ώστε να έχει τσιγγάνο αδερφό θα το μάθετε διαβάζοντας το βιβλίο.
Υπάρχουν λοιπόν διαφορές που χωρίζουν τον κόσμο προκαλώντας φόβο ή και μίσος, υπάρχουν όμως και διαφορές που χαρίζουν πολυποίκιλη ομορφιά. Μέσα σε αυτό το βιβλίο, που μιλά για τους πολλούς διαφορετικούς κόσμους, η Μόνικα Σαβουλέσκου Βουδούρη φέρνει στο προσκήνιο την τσιγγάνικη κοινότητα για να τονίσει την ομορφιά της διαφορετικότητας. Η δεσπόζουσα θέση που δίνει η συγγραφέας στους τσιγγάνους και ειδικά στον Μιχάι μού θύμισε κάτι που είχα ακούσει πριν λίγα χρόνια σε μια διάλεξη για την Καινή Διαθήκη. Ότι η Καινή Διαθήκη, και πιο συγκεκριμένα τα Ευαγγέλια, πρωτοτυπεί θεματικά, εφόσον σε αυτήν πρωταγωνιστούν χωριάτες και ψαράδες. (Είναι γνωστό πως από την απαρχή της λογοτεχνίας και της ιστοριογραφίας πρωταγωνιστές είναι συνήθως οι άνθρωποι της ελίτ.) Κατά παρόμοιο τρόπο, η κεντρική θέση που δίνει η συγγραφέας στο τσιγγάνικο στοιχείο είναι, αν όχι εντελώς πρωτότυπη, τουλάχιστον σπάνια.
Είναι αξιοσημείωτο πως η συγγραφέας δεν προσπαθεί να προκαλέσει τον οίκτο μας αναφερόμενη στα βάσανα αυτής της φυλής, η οποία έφτασε στην Ευρώπη πριν από περίπου 1000 χρόνια και ακόμη δεν έχει βρει τη θέση της σε αυτήν, αλλά μέσω του τσιγγάνου πρωταγωνιστή, του Μιχάι, μας δημιουργεί όμορφα συναισθήματα σεβασμού και εκτίμησης. Είναι πραγματικά πολύ λειτουργικό για τον (συνειδητό ή ασυνείδητο) σκοπό της το ότι ο τσιγγάνος Μιχάι, αν και επίσης κάνει τις γκάφες του και δεν γλυτώνει από τη χιουμοριστική διάθεση της συγγραφέως, είναι ο μόνος άρρην πρωταγωνιστής του βιβλίου που διαθέτει αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια, και βρίσκεται στον αντίποδα όλων των άλλων χαρακτήρων από τον χώρο του πνεύματος, της επαγγελματικής επιτυχίας και της κοινωνικής καταξίωσης, οι οποίοι όχι μόνο διακωμωδούνται στο βιβλίο αλλά και γελοιοποιούνται. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να πω ότι στόχος δεν είναι η γενίκευση και τα στερεότυπα υπέρ ή κατά του ενός ή του άλλου πολιτισμού, αλλά ένα κάλεσμα για αυτοσαρκασμό, για συμφιλίωση και για μια γόνιμη επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους και τους πολιτισμούς. Και ακόμη περισσότερο, είναι ένα κάλεσμα για προβληματισμό γύρω από τι έχει μεγαλύτερη αξία στη ζωή και στους ανθρώπους.
Όπως ήδη ανέφερα, αν και η γραφή του βιβλίου χαρακτηρίζεται από κέφι, γρήγορο ρυθμό και έναν καταιγισμό κωμικών εικόνων και διαλόγων, υπάρχουν και κάποιες σελίδες που επιβραδύνουν, γραμμένες με πόνο ή επίσης λυρικότητα. Ένα καλό παράδειγμα μπορούμε να βρούμε στο τελευταίο κεφάλαιο, όταν πλέον έχει κάτσει η σκόνη από όλα τα ευτράπελα που έχουν προηγηθεί. Είναι ένα κεφάλαιο που μοιάζει να βάζει κάπως τα πράγματα στη θέση τους, όσο μπορούν αυτά να επανατοποθετηθούν και να κατασταλάξουν. Μετά από πολλές σελίδες ανθρώπινων μπερδεμάτων, το γλυκό κελάηδημα ενός μικρού πουλιού φέρνει τη γαλήνη και την αρμονία. Ενός μικρού πουλιού που τόσο αυτό όσο και η φύση γύρω του προϋπήρχαν για πολλές χιλιετίες πριν τη χαοτική και θορυβώδη παρουσία του ανθρώπου πάνω στην υδρόγειο. Τι κελαηδάει αυτό το πουλάκι; Η συγγραφέας απαντά ολοκληρώνοντας το βιβλίο της: «Πιθανώς έναν δοξαστικό ύμνο, στη δική του γλώσσα, για τον πανέμορφο κόσμο του Θεού». Αναμφίβολα είναι μια εικόνα που μας υπενθυμίζει πως κατά βάση είμαστε όλοι μας συγκάτοικοι στον ίδιο κόσμο, στον ίδιο υπέροχο πλανήτη, και πως έχουμε πολλά να κερδίσουμε αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό.
Κλείνοντας αυτή την κριτική παρουσίαση, αξίζει να τονίσω την πολύ καλή μετάφραση της Ευγενίας Τσελέντη, η οποία επιδέξια και δημιουργικά διαχειρίζεται την υφολογική ποικιλία του κειμένου, η οποία αντανακλά τη μεγάλη παλέτα των χαρακτήρων, καθώς και επίσης και το εξώφυλλο του βιβλίου, που κοσμείται από έναν εξαιρετικό μοντέρνο πίνακα του Γκάμπριελ Γκράμα.
Το Ένας κόσμος, δύο κόσμοι είναι αδιαμφισβήτητα από τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν από πολλούς. Είτε το διαβάσει κανείς στην παραλία το καλοκαίρι είτε οπουδήποτε αλλού, αυτό το απολαυστικό μικρό βιβλίο έχει να προσφέρει μεγάλο πλούτο.
Σύντομο βιογραφικό της Μόνικας Σαβουλέσκου-Βουδούρη
Η Μόνικα Σαβουλέσκου – Βουδούρη γεννήθηκε το 1942 στη Ρουμανία και από το 1985 ζει στην Ολλανδία και στην Ελλάδα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου. Το 1974 έλαβε διδακτορικό στη Φιλοσοφία από το ίδιο πανεπιστήμιο. Εργάστηκε για είκοσι πέντε χρόνια ως κοινωνιολόγος σε διάφορα ευρωπαϊκά ερευνητικά κέντρα που ειδικεύονται στην κοινωνιοψυχολογία των μεταναστών. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση (ολλανδική λογοτεχνία) και έχει γράψει πρόζα, δοκίμια και ποίηση. Τα έργα της έχουν κυκλοφορήσει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και μεταφραστεί στα Ολλανδικά, στα Ελληνικά, στα Γαλλικά κ.ά. Είναι μέλος στις Εταιρείες Λογοτεχνών της Ρουμανίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου, καθώς και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου «Σύγχρονα Βαλκάνια». Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται παράλληλα ως σκηνοθέτις με το «Στούντιο Επαγγελματικού Θεάτρου της Διασποράς».
Σταδίου 5, 105 62 Αθήνα, Ελλάδα / Stadiou 5, 105 62 Athens, Greece
τηλ / tel. 2103231525, fax 2103243814