Στὴ στάχτη σου
ἀφήνω ἀφειδώλευτα τὰ χνάρια μου
συνοδοιπορῶ ἀναγκαστικὰ
μὲ τὸν βίαιο ὑλισμὸ γύρω μου
μὲ τὸ ξεψύχισμα
χρειάζεται
ἀρκετὸς ἥλιος στὴν ψυχὴ
νὰ ντύσει τὸ χειμωνιάτικο κάμπο μέσα
Ἀνεμπόδιστα προσπαθῶ
τρυφερότητα νὰ παράγω
ὡς μιὰ ἐμβίωση ἀνθρώπινη
ὡς ἀποτυχημένος ποιητής πραγματικότητας
ἀδυνατῶ θαρρῶ
ἄλλοι θὰ κρίνουν ἄν
πότε ποτὲ
ἤ ἴσως
μιὰ φωταύγεια εὐσυγκίνησης ἀντλῶ
στὸ ἀτελεύτητο ταξίδι μέσα στὸν ἑαυτὸ μου
μέσα ἀπὸ τὸ αἰνιγματικὸ μου χάος
ὅμως ὅμως
ἀπὸ τὴ σκοτοδίνη ὡς μύρο
ἀναβλύζει πλουσιοπάροχα μέσα μου
ἀγάπη ἀξόδευτη βάρος δυσπρόβλητο
περιβάλλει τὸ φωτισμένο τερματισμὸ
σφηνώνει τό παρελθὸν σὲ παγωμένα καλούπια
τὴν παραστρατημένη μου εὐπάθεια ποὺ δέν εἶναι διάρκεια ὑλικοῦ κόσμου
ἀλλὰ ζῶσα ἔρημη ψυχὴ μόνη μόνη πολὺ
Φόβο ζητῶ ἀπὸ τὸν Ὕψιστο
νὰ μὴν ὁμιλῶ μονολογώντας στὸ πουθενὰ μου
ἡ ψυχὴ μου ἀνίκανη νὰ προφέρει ἄλλο ἀνίκανη νὰ δεχτεῖ
πληγιασμένη σὲ διαρκῆ ἀγρύπνια
στὴν ὀδυνηρὴ ἀπορία τοῦ “ὑπάρχειν”
μὲ κλεισμένα μάτια
μὲ μάτια στραμμένα πρὸς τὰ μέσα πορεύεται
πῶς τελικὰ
τὸ κορμί μὲ τὸ χῶμα συνομιλεῖ ἄραγε
σὲ ἕναν τόπο σιωπηλοῦ ἴσκιου
ἐντεῦθεν τῆς λογικῆς
περιμένω ἑρμηνευτὴ στὴν πρεπούμενη ὥρα
μάταια
τὴν τὴν ὑψηλονόητη μέθη τοῦ νοῦ καλῶ
τὰ μικροσκοπικὰ τοῦτα λεξίδια αἰχμαλωτίζω
καθὼς βροχούλα πρώιμου φθινοπώρου διψασμένος
μέσα μου μόνο μόνος ζῶ
οἱ ἄλλοι ζητοῦν ζητοῦν ζητοῦν ὅλο ζητοῦν
ἐξατμίζοντας κάθε διάθεση τρυφερότητας καὶ στοργῆς
ἐγὼ δὲ μπορῶ
πολὺ συχνὰ εἶναι ἀλήθεια
ὡς πέρα ἀπὸ τὴ λογικὴ σὲ ζητῶ
στὸ περίσκοτο λάμπος τῆς ἀπουσίας ὡς αὔρα
διάκοσμο θυσίας στὴ γλυκύτητα τοῦ σκοταδιοῦ μου
ΣΤΗΝ ΟΔΥΝΗΡΗ ΑΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΝ
Γιάννης Μασμανίδης