Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Ο εμφύλιος μαίνονταν εκείνες τις μέρες. Όμως, και τα σιτάρια δεν μπορούσαν να περιμένουν. Έπρεπε να θεριστούν για την διασφάλιση του επιούσιου.
Ο πατέρας μου, ο Βασίλης ο Μπάκας, έλυσε το γιώτα χι από το αλώνι, (ένα 4χ4 με παλινδρομικές κινήσεις), κρέμασε την μπούκλα με το νερό και το δρεπάνι από το σαμάρι, πέρασε το όπλο στον ώμο αντάρτικα, και πριν ξεκινήσει για το Σταυρό, ένα χωράφι δυο χιλιόμετρα ανατολικά από το σημερινό σπίτι μου στο Μεγάλο Σειρήνι, είπε στη σύζυγό του:
«Μαρίνα, κοίτα μη στείλεις το φαϊ με τη Θοδωρούλα! Να του φέρ’ς ισύ για να μι βγάλ’ς κι καέναν όργου! Θα κάμ’ πολύ ζέστα κι σήμερα. Άξεις;».
Για πρώτη φορά παράκουσε η κυρα Μαρίνα και έστειλε την κόρη της τη Θοδωρούλα. 12 ετών τότε! Από τον αριστερό ώμο είχε κρεμασμένο τον τορβά με το φαγητό. Και από τον δεξί, τη μικρή μπούκλα με το κρύο νερό. Κι ας έβραζε μέχρι να φτάσει στο χωράφι.
Από τη μια η κούραση, κι από την άλλη η πείνα, έκαναν τον κυρ Βασίλη να κοιτάζει, (θερίζοντας ταυτόχρονα με το αριστερό χέρι, παρότι δεξιός), προς το δρόμο για να δει τη σύζυγό του. Ουσιαστικά το λαχταριστό γεύμα, αφού πεινούσε σαν λύκος!
Η σιλουέτα που αντίκρισε από μακριά δεν παρέπεμπε σε γυναίκα, αλλά σε κάποιο κοριτσάκι! Ευχήθηκε να μην ήταν η Θοδωρούλα. Να ήταν κάποιο άλλο παιδί. Καθώς πλησίαζε, όλο και έμοιαζε με την κορούλα του. Κι όταν πλέον βεβαιώθηκε, δεν είχε υπομονή να την περιμένει! Της φώναξε από μακριά:
«Θοδωρούλα! Γιατί ήρθις ισύ πιδίμ! Γιατί δεν ήρθι η μάνα σ’;».
«Γέντσι μπαμπά!».
«Κι τι έκαμι;».
«Πιδί, κι ούλου κλιαίει!».
«Να μας ζήσ’ άμα είνι!» και συνέχισε να θερίζει βιαστικά μέχρι να φτάσει η Θοδωρούλα, και να αποθέσει το νερό με το φαγητό στον παχύ ίσκιο της βαλανιδιάς.
Αυτό το κλαψιάρικο παιδί είναι ο συγγραφέας Βαγγέλης Μπάκας. Σήμερα δεν είμαι για το γάιδαρο καβάλα, αλλά για το Όπελ, αφού σε λίγο θα πάω στη Μυρσίνα για να περάσω ΚΤΕΟ! Κι όταν περάσω από το Σταυρό, είναι δυνατόν να μην τον νιώσω και ως τόπο γέννησης! Θα μπορούσε να είχε πιο άγιο όνομα! Να γιατί με φώτισε τόσο πολύ, ώστε να σας παραμυθιάζω με τα γνωστά γραπτά ευτράπελά μου!
Τις επόμενες μέρες, κι αφού σαράντισε η μάνα μου, βοηθούσε τον πατέρα μου στο θέρο και στον αλωνισμό αργότερα. Κι αν εγώ, ως μωρό, ήμουνα νηστικό, χεσμένο και κατουρημένο, μέσα στο σαμάρι, το οποίο αναποδογυρίζανε για να γίνει κούνια, και σπάραζα στο κλάμα, ποιος νοιαζόταν! Προείχε η εργασία. Κι αν καμιά φορά το παράκανα, τότε με επισκέπτονταν η μάνα μου για να με βυζάξει! Κι όταν δεν είχε γάλα, με βύζαινε όποια γυναίκα του χωριού ήταν γαλαντόμα! Να και τα τυχερά εξ απαλών ονύχων.