ΜΙΑ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΡΙΠΗ ΑΝΕΜΟΥ
στὴν Ἀρσινόη
Μιὰ αἰφνίδια ριπὴ ἀνέμου
ἤσουν
θάμπωσες τὸ τζάμι τοῦ παραθύρου μου
ἕνας παλιός καθρέφτης ράγισε
βιβλία μου ποιητικὰ σκονισμένα
στὸ πάτωμα ριγμένα βρίσκω
οἱ ἐλπίδες μου πιὰ ὀξυγονοφόρες ἀτίθασες πυγολαμπίδες
ἔχουν πάψει πρὸ πολλοῦ νὰ παίρνουν προθεσμίες ζωῆς
μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι θρηνοῦν
ἐκτίθενται τώρα σέ λογιστικὴ τακτοποίηση ἀπουσιῶν
χύμα πάνω σὲ πάγκους λα·ι·κῆς ἀγορᾶς μαραζωμένες
ἐπίκληση ἤσουν ἐπαφῆς
ἤ μήπως προσδοκόμενης ἠδονῆς ἁπαλὸ μουρμούρισμα
δὲν ξέρω
Ἴσως πάλι
ἡ ἐλεήμονα καταστροφὴ μου ἀπαραίτητη νὰ εἶναι
πόρτα αὐτογνωσίας καὶ σέ κάλεσε
γιὰ νὰ θριαμβολογεῖ καὶ νὰ καγχάσει ἡ φθορὰ τὴν ἧττα μου
ναὶ σίγουρα σοῦ ἄνοιξε ἡ ψυχὴ μου αὐθαίρετα καὶ μπῆκες
Ἀστοχία ὑλικοῦ ἡ σύστασή μου ἴσως
ἕνας μετασχηματισμὸς μπορεῖ ὑπερβολικῆς εὐαισθησίας
ἕνα παλλόμενο σύμπλεγμα λέξεων
ποὺ μελωδεῖ τὸν ἐρχομὸ σου
Τὰ χείλη σου ὤ τά χείλη σου κατακόκκινα τριαντάφυλλα
καταφύγιο ἀσφαλές
ἔσχατος πόθος ποὺ δονεῖ τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μου
Μπορεῖ πάλι καὶ νὰ ἤσουν ἕνα φύλλο δάφνης
πιασμένο στὰ χαλάσματά μου
χάρτινο πουλὶ στὴν κουρελένια οὐρὰ
τοῦ χαρταετοῦ μου
ΜΙΑ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΡΙΠΗ ΑΝΕΜΟΥ
σωματικὸς καὶ ψυχικὸς πόθος ἄσβεστος
Ἔκαμες τὸ αὔριο ἄνεμο ἀργοσάλευτο
νὰ παραβγαίνει μὲ τὸ χρόνο
Τὸ ὄνειρο τώρα τόσο δὰ ὅσο μιὰ φωλιὰ γιὰ καταφύγιο
ἕνα ὕψιλον βαθὺ στὸ “μαζὺ” μας
μιὰ παραπάνω ψευδαίσθηση
πέρλα σπαρμένη στὸ ἀνοιχτὸ τοῦ οὐρανοῦ ἔστω
Στὸ ξεχωματισμένο ὄνειρο νεῦμα ἀγάπης ἀκριβῆς
Ἀρσινόη λάμπουσα στὸ ἀντίστοιχο λῆμμα τοῦ ἀπρόσμενου
ἕνα ἄγγιγμα ζεστὸ εἶσαι
ὁ δικὸς μου οὐρανὸς