Πρὶν ἔρθεις
ὁ βασιλικὸς ἦταν μαραμένος
τὰ φάρμακα δὲν βοήθησαν
οὔτε ἡ μεταφύτευση πέτυχε κάτι
Ἡ νοσταλγία ἄκαμπτη σχηματοποιημένη
παραμόρφωνε τὰ φύλλα
δάκρυζε τὶς παρυφὲς τους
οἱ κινήσεις ἡ μυρωδιὰ τοῦ σώματός του
οἱ ἀνάσες του
ἀποσιωποιημένες συνηγοροῦσαν
γιὰ τὴν ταφὴ
Πρὶν ἔρθεις
ἀργοῦσε ἤ ἄλλες φορὲς πάλι
ξεχνοῦσε ἡ Ἄνοιξη νά ρθεῖ
ἔτσι
ὁ βασιλικὸς κρίνονταν ὁριστικὰ
χαμένος
τὸ θρόισμά του ἴδιο ἀτονοῦσε
πρὶν φανεῖς
σὰν τρένο ποὺ τὴν ἴδια διαδρομὴ διανύει βαριεστημένο
ὑπακούοντας στίς ἀπαρέγκλητες ἀναγκαιότητες
κουρασμένο ἀπέραντα στὶς κούφιες αὐταπάτες
Τώρα
ὅλα τὰ παρελθόντα
μηδαμινὰ ἀσήμαντα τιποτένια στὴ διαλυτικὴ μανία τῆς φθορᾶς
ξεδοντιασμένα στέκουν
μικρὴ ἀνεμώνα
σὲ περίμενα τόσο
στὸ ἀπρόοτο βάθος τοῦ δρόμου μου
ἀνείπωτο θαῦμα στὴ σκισμάδα ξεφύτρωσες
τοῦ λαίμαργου γκρεμνοῦ μου
Τώρα
Ὡραιοποιήθηκε ἀπρόσμενα
κι ὁ βασιλικὸς μου
τὸ χαμόγελό σου
τεράστια παλίρροια ὀνείρου
στῦλος φωτισμένος
Μὴ φύγεις
θὰ βρῶ
κλεμμένη τὴν καρδιά μου
ἤ λειψὴ
Μὴ