Συμμαζεύω τὰ μαλλιὰ μου ἀχτένιστα ἀπὸ τὰ χάδια σου ἀφημένα
πόσο νὰ μείνουν νὰ ἀντέξουν κατάματα στὸ τίποτα στὸ τώρα στὸ χωρὶς
πόσο νὰ νυχτερέψουν τὴν ἀνάσα μου στὶς καμπύλες τῶν φρυδιῶν σου
τὴ μελωδική ἅρπα τῆς φθορᾶς νὰ θρο·ί· σουν
κυττάζω μὲ μάτια θολὰ πλυμένα μὲ δάκρυ
γιρλάντες ἀπὸ τριαντάφυλλα τὰ φιλιὰ σου ἀκόμα εὐωδιάζουν βαθιὰ μου
ἀπέμειναν ζωντανὰ στὶς ἄκριες τῶν χειλιῶν μου
σὲ μιὰ δοξαριὰ ἐρωτικὴ μὲ λογῆς λογῆς ἄρμενα τὰ ἀγγιγματά σου
ὅλα
Ἠχεῖς μέσα στὰ χαλάσματα τοῦ νοῦ μου ἀκόμα
ὁ ἦχος τῆς φωνῆς σου σιγοτρέμει πάνω στὶς χορδὲς μου
ἕνα λιβάδι μὲ ἀσφόδελους ἀναρριγεῖ
δὲν ὁρίζονται ὅλα ἀπὸ ὑλικοὺς φραγμοὺς τῶν αἰσθήσεων ὄχι
ἀρνεῖται ἡ ψυχὴ μου τόσο χῶμα
στὴν ποιητικὴ δύναμη τοῦ θανάτου ἐνοικεῖ τώρα
Γυρεύω γυρεύω ξανὰ ἕνα λουλουδένιο σύμβολο
ὄψιμη γαρυφαλιά ὁλάνθιστο γιασεμὶ δὲν ξέρω
ἤ μήπως διψασμένο ἡλιοτρόπιο ποὺ φυλλορροεῖ νὰ σέ φωνάζω
οἱ λέξεις δὲν μποροῦν τόσο πόθο βαθὺ νά περιφέρουν
πότε βουλιάζοντας μέσα στὴ λάσπη πάλι πότε νὰ σκουντουφλώντας πάνω στὸ τώρα
κυκλοφορῶ σὲ κανάλια βαθιὰ τὸ μαζύ μας δίχως ἐξηγήσεις μέ χαμόγελο πικρὸ στὰ χείλια
ἐνάντια σὲ ὑποχρεώσεις τόσων ξέθωρων ἐπώδυνων συμβιβασμῶν
Μὲ πρόσωπο γεμάτο ἤρεμες ρυτίδες Ἄχ τί νὰ βρῶ νὰ δώσω ἄλλο
Δίχως νὰ περιμένω λουλούδι ἀπὸ κανέναν ἔμεινα τώρα
Ἄχ μὲ τί νὰ σφουγγίσω τὰ μάτια μου δὲν ξέρω
Δίπλα σὲ ἕνα ἀκοίμητο κερὶ ταριχεύω ἀπώλειες ἀπώλειες ἀπωλειῶν
σὲ ἕνα παγερὸ ὄνειρο μὲ ἀγκαθωτὸ συρματόπλεγμα κλεισμένος
ἀπίθανης βαρετῆς εὐταξίας ζωὴ αὐτό τὸ λένε
Μὲ τί ρωτῶ πῶς
μέ χαλκάδες ἄπειρης δεοντολογίας μέσα σὲ κύκλο ἀπὸ” χαρούμενες” κραυγὲς
γιατί τὰ λόγια ἀρνοῦται ψευτοστολισμοὺς
ματώνουν τὴν ἀμετάτρεπη κυριαρχία τῆς μοίρας
ἄδικο θέλω νὰ ἔχω παρὰ δίκιο ὄχι ὄχι κρασὶ ποὺ δίπλα μου σέ φέρνει
γεμάτος σιωπὴ κουράστηκα σὲ τόσες συσσωρευμένες ἀρνήσεις
ἔρμαιος στὰ νύχια τῆς γραφῆς τοῦ κρασιοῦ τῶν ψεύτικων ὀνείρων φτάνει
τὰ ὑπερβαίνοντα ποικιλόμορφα προσωπεῖα θανάτου
ἀπὸ τὸ πρόσωπό μου νά ἀποκολλῶ μὲ τρόπο καθησυχαστικὸ εὐχάριστο δῆθεν
θυμᾶμαι μόνο τὴ χαρὰ πίσω ἀπὸ μιὰ λουρίδα σύννεφα τότε
λὲς νὰ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος λές μὲ ροδοπέταλα στὴν ἀγκαλιὰ τότε
νὰ μὲ τύφλωσε τῶν ματιῶν σου τὸ καθρέφτισμα δὲν ξέρω
καλλίτερα μὲ τοὺς πενθοῦντες τώρα δίχως τίποτα νὰ περιμένω
παρὰ σὲ ἄδειο κουτὶ χρωματιστὸ περιτύλιγμα νὰ τινάζω ἱστοὺς ἀράχνης γύρω μου
Οἱ ὧρες ποὺ ἔχασα δὲν θὰ μοῦ λείψουν λείπεις ἐσὺ κι αὐτὸ φτάνει
ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα δάκρυ ποὺ πλάι κυλᾶ κυλᾶ κυλᾶ