Το τέταρτο βιβλίο του τραγουδοποιού Μίλτου Πασχαλίδη κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό με τίτλο «Ξενοδοχεία», από τις Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Μετά το «Αγύριστο Κεφάλι» για τον Άλκη Αλκαίο από τις Εκδόσεις «ΚΨΜ», επέστρεψε στις Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» που είχε εκδώσει δυο μυθιστορήματα στο παρελθόν. Το νέο βιβλίο του περιλαμβάνει δεκατέσσερις ιστορίες από τις διαμονές του Πασχαλίδη στα ξενοδοχεία της χώρας και όχι μόνο, κατά τη διάρκεια περιοδειών. Όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου Τριάντα χρόνια στο δρόμο, ένα πράγμα γνώρισα καλύτερα στις πόλεις που με φιλοξένησαν: τα ξενοδοχεία. Τόσα πολλά και τόσο συχνά που πολλές φορές όταν ξυπνάω ακόμα και στο σπίτι μου, έχω απώλεια προσανατολισμού: με άλλα λόγια δεν έχω την παραμικρή ιδέα που βρίσκομαι. Άλλωστε τα ξενοδοχεία είναι σαν τους ανθρώπους. Εντός τους κατοικούν ιστορίες.
Μερικές από τις ιστορίες του Μίλτου Πασχαλίδη είναι αληθινές και ορισμένες είναι φανταστικές. Μάλιστα μια από τις ιστορίες αναφέρεται σε ξενοδοχείο της Λάρισας όπου έμεινε. Δεν είναι και λίγες οι φορές που ο τραγουδοποιός έχει εμφανιστεί στη Λάρισα. Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου: «Μέχρι τον Αλμυρό έβλεπα σαν μέσα από ιστό αράχνης. Ύστερα άνοιξαν οι ουρανοί και δεν έβλεπα τίποτα. Ούτε καν με τα φώτα ομίχλης. Τυφλός οδηγός εν μέσω ανοιξιάτικης καταιγίδας στην Εθνική οδό. Δεν είχα και πολλές επιλογές, πέρασα το ύψος του Βόλου και λίγο πριν νυχτώσει οριστικά, έκανα αυτό που μου φάνηκε αυτονόητο. Βγήκα δεξιά στην πρώτη έξοδο για Λάρισα και πάρκαρα έξω απ’ το πρώτο ξενοδοχείο. Η ταμπέλα έγραφε κάθετα ΔΩΜΑ. Με βυζαντινή γραμματοσειρά παρακαλώ. Στη ρεσεψιόν με υποδέχτηκε χαμογελαστός ένας ψηλός, εύσωμος μεσήλικας, με τιράντες και καρό πουκάμισο με άσπρα- μπλε τετραγωνάκια.
Το πρόσωπό του ήταν σχεδόν καλυμμένο από τρίχες: μαύρα αχτένιστα μακριά μαλλιά που πέταγαν άναρχα δεξιά κι αριστερά κι ένα μούσι το ίδιο ατημέλητο με τα μαλλιά, σαν να είχε βαρεθεί να το ξυρίσει για μια πενταετία και βάλε. Ανάμεσα απ’ τις τρίχες μετά βίας διακρινόταν ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά και μια ελαφρώς γαμψή μύτη. Μου θύμισε ραβίνο, δεν ξέρω γιατί, έχω δει ραβίνο μόνο σε ταινίες και ποτέ δεν ήταν τόσο ογκώδης. Πιο πολύ με τον Μπαντ Σπένσερ έμοιαζε ο τύπος, αλλά εμένα μου έφερνε προς κάτι εξωτικά θεολογικό. Για ένα βράδυ, τον ενημέρωσα. Συνέχισε να χαμογελάει. Μου είπε το ποσό, ήταν πολύ φτηνά, συναίνεσα, συμπλήρωσα μια φόρμα με τα στοιχεία μου, πήρα το κλειδί για το 204 – ξύλινο βαρύ μπρελόκ με σκαλισμένο το νούμερο κι ένα κλειδάκι τόσα δα – κι ανέβηκα στο δωμάτιο». Μέσα απ’ όλες τις ιστορίες του βιβλίου του Πασχαλίδη, ταξιδεύει παράλληλα και ο αναγνώστης στα ξενοδοχεία και στις πόλεις. Συναντάει ανθρώπους, βιώνει δυσκολίες, πίνει ποτά, ανακαλύπτει μέρη, γελάει.
Στο τέλος του βιβλίου καταλαβαίνει ότι όσα αστέρια κι αν έχει ένα ξενοδοχείο, αυτό που μετράει – εκτός από την καθαριότητα – είναι οι άνθρωποι. Κλείνοντας, ακολουθεί ένα ακόμη μικρό απόσπασμα της ιστορίας «Δώμα» της Λάρισας: «Παράγγειλα διπλό Grant’sμε ένα παγάκι και το ήπια πιο γρήγορα απ’ όσο ήθελα. Το μετάνιωσα και παράγγειλα ένα δεύτερο δίνοντάς μου την υπόσχεση να το φχαριστηθώ αργά. Τώρα έπαιζαν Θανάση Παπακωνσταντίνου, κάπως καλύτεροι μου φάνηκαν, αν κρίνω κι απ’ τις αντιδράσεις των θαμώνων. Ή μπορεί να φταίει που ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι Λαρισαίος, νομίζω. Βλέπω τον μπάρμαν, έναν αξύριστο χοντρούλη με ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια, να πλησιάζει προς το μέρος μου για κουβεντούλα. Βαριέμαι αλλά αποφασίζω να το παίξω ευγενής. “Πως από δω; Δεν θυμάμαι να σας έχω ξαναδεί”. Βαριέμαι ακόμα πιο πολύ να επινοήσω ψέματα. Λέω την αλήθεια χωρίς πολλές λεπτομέρειες. “A, oκυρ Βασίλης σας έστειλε, καλός τύπος, παλιά αυτό ήταν το μπαρ του ξενοδοχείου, αλλά δεν έβγαινε να τα δουλεύει και τα δυο μαζί. Μας το νοικιάζει εδώ και λίγα χρόνια, το φτιάξαμε του γούστου μας, πως σας φαίνεται;”
Λάμπρος Αναγνωστόπουλος
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET