Η ποίηση δεν είναι απλά για ανάγνωση. Είναι για να μας απασχολεί. Αν και οι πωλήσεις των βιβλίων ποίησης δηλώνουν ότι δεν μας απασχολεί και πολύ, ωστόσο πάντα θα υπάρχει μια θερμή σχέση μεταξύ των ποιητών και των λίγων αναγνωστών. Γιατί είναι λίγοι οι αναγνώστες; Γιατί τα βιώματά μας από τη μαθητική ηλικία είναι συνδεδεμένα με την ποίηση με έναν βαρετό και ανούσιο τρόπο, που μας ακολουθεί ως ενήλικες και δεν μας αφήνει να δημιουργήσουμε τη σχέση που θα έπρεπε μαζί της. Εκτός αν επενδυθεί μουσικά και ο ρυθμικός της ήχος θα κάνει τον στίχο πιο ελκυστικό. Όμως η ποίηση πάντα δονείται από ήχους που ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως ανάλογα με τη διάθεση, τον τρόπο αντίληψης και το συναισθηματικό υπόβαθρο του αναγνώστη.
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Το ονόμασαν σπίτι» της Μαρίας Ρουκά, επιβεβαιώνει κανείς ότι η ποίηση επιτελεί τον σκοπό της όταν φυτεύει ερωτηματικά στον αναγνώστη, ανεξάρτητα αν αυτά συνοδεύονται και με απαντήσεις.
Η γραφή της δεν έχει να κάνει με γενικότητες, αοριστίες και επιτηδευμένες φράσεις που στοχεύουν στις εντυπώσεις. Εδώ η ουσία έχει δύναμη και συνοχή:
«Ιστορίες ζαρωμένες
Σε μαξιλαροθήκες τσαλακωμένες και σεντόνια
Τις διηγούνται τραυλίζοντας σε μονοπάτια.
Με μια σταγόνα κολόνια «Μυρτώ» να αναδύεται.
Ανάσες κεντημένες σε σεμεδάκια με φορεμένη δαχτυλήθρα στο δάχτυλο.
Μη και ματώσει η πλέξη».
Ιστορίες συμπυκνωμένες σε λέξεις και φράσεις που δεν κινούνται ανάμεσα σε ετερόκλητα νοήματα, είναι εκεί με τη λιτότητά τους και τη δωρικότητά τους:
«Θόρυβος από βαλίτσες που φεύγουν.
Εκείνη με άδεια χέρια ακολουθούσε τη γραμμή εξόδου.
Της ήρθαν στο νου τα σημεία στίξης.
Με ένα κόμμα ξεκίνησε τούτο το ταξίδι
με μια τελεία έφτασε στο τέρμα.
Αύριο η βαλίτσα της θα ΄μπαινε στο χώρο των απωλεσθέντων».
Από κάθε στίχο εκτινάσσεται η πειθαρχία, τα σταράτα λόγια, χωρίς περιθώρια για λυρικούς στοχασμούς:
«Σσσ! Δεν θέλω ήττες,
Την κουρτίνα τράβα.
Απ΄ έξω άσε εκείνους
που τις σιωπές στραγγαλίζουν,
με φθόγγους άηχους».
Χωρίς πολλά καλολογικά στολίδια, τα ποιήματά της αποπνέουν μια συγκινησιακή δύναμη, κάτι που καταφέρνουν πολύ καλά οι λέξεις από μόνες τους, έτσι όπως τοποθετούνται μέσα στο ποίημα:
«Φορτωμένος ο τόπος απουσίες.
Μήτε ο άνεμος σαλεύει πια,
Κόμπος ΄μποδίζει την κατάφορτη
από θυμό κραυγή.
Κόμπος η κραυγή μάνα
κόμπος η πληγή μητέρα
κόμπος και η προσευχή Θεέ μου…
…ανακατωμένο το σήμερα με στάχτη».
«Το ονόμασαν σπίτι». Με μνήμες που δύσκολα θα σβήσουν. Εκτός αν έρθει ένα κύμα «να τα σαρώσει, να σβήσει τα στερνά, τα πονεμένα».
Η ποιητική συλλογή «Το ονόμασαν σπίτι» της Μαρίας Ρουκά, με απεικονίσεις έργων του εικαστικού Τζίμη Χύτα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πανός.
Η Μαρία Ρουκά γεννήθηκε στη Δεσκάτη Γρεβενών και εργάζεται στον χώρο της υγείας. Έχει εκδώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, «Μυρωδιά από γιασεμί και άγριο χορτάρι» και «Άνευ».
Λίντα Τζουβάρα
Με τη νέα της ποιητική συλλογή «Το ονόμασαν σπίτι», η Μαρία Ρουκά έρχεται να μας ξυπνήσει τις πανάρχαιες ελληνικές αξίες, εκείνες της καρτερικής μάνας, του μόχθου του πατέρα, της ξενιτιάς, της προσμονής, του φόβου, της επιθυμίας. Η γραφή της συμπυκνωμένη και σμιλευμένη, λες, με τα υλικά των έργων του Τζίμη Χύτα που περίτεχνα απεικονίζουν τα συναισθήματα.
Η φροντισμένη έκδοση των ποιημάτων μας γεμίζει υποσχέσεις αφού και τα ποιήματα της Μαρίας έχουν την υπόσχεση πως υπάρχει κάτι που θα… αναβλύσει.
«Μια αυλακιά στο χώμα,
Ισοδυναμεί με μια αυλακιά γύρω από το στόμα.
Βαθιά ριζωμένες αναμετρήσεις».
Τολμά ακόμη και να καταπιαστεί με το «λυγμό του θανάτου» των προσφύγων, ένα θέμα που μας πονά ως λαό όσο και να θέλουμε να το αποδιώξουμε…
«Τη θάλασσα δε θα αγνατεύω
Σέρνει κασόνια από πληγιασμένα κορμιά.
…..
Εκεί στων υδάτων την αιωνιότητα,
Αχνή σιωπή αναδύεται
Κι ο λυγμός του θανάτου».
Και βέβαια δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα ποιήματα για τη μάνα, αυτή τη μορφή που μας συνοδεύει ως ζώσα φιγούρα αλλά και ως μνήμη…
«Τα χέρια της μάνας
Αχ αυτά τα χέρια της,
Με επιμέλεια και πάστρα γερασμένα,
Να αφήνονται απαλά να ξεχειμωνιάζουν πάνω στης φούστας την φόδρα,
Γιομισμένα από αγκαλιές και ξεπροβοδίσματα».
Μαρία Ρουκά, «Το ονόμασαν σπίτι», Εκδόσεις Οδός Πανός
Καίτη Χόρτη


Λεόντιος Πετμεζάς
Απάγκιο
Τρίτωσε το καλό για τη Μαρία Ρουκά, αφού μετά τις ποιητικές συλλογές ” Μυρωδιά από γιασεμί και άγριο χορτάρι”(2004) και “Ανευ”(2014, εκδ. Οδός Πανός), κυκλοφόρησε η νέα της συλλογή ” Το ονόμασαν σπίτι” (2022, εκδ. Οδός Πανός). Μία έκδοση τυπογραφικής καλαισθησίας, στην οποία απεικονίζονται δεκαπέντε εικαστικά έργα που φιλοτέχνησε ο Τζίμυς Χύτας, θεματολογικής συνάφειας με τα ποιήματα.
Μια ποίηση κατά βάσιν βιωματική με στοιχεία ώριμης στοχαστικότητας και νοηματικής πύκνωσης, χωρίς ηθικολογίες και διδακτισμούς, σε ελεύθερο στίχο όπου η παραδοσιακή στροφή αντικαθίσταται με στιχικές ενότητες. Στη συλλογή συνυφαίνονται δίστιχα ( Να ξοδευτώ φώναξε το κύμα/ και χάθηκε εκεί στον παφλασμό), τρίστιχα ( Μια αυλακιά στο χώμα,/ ισοδυναμεί με μια αυλακιά γύρω από το στόμα./ Βαθιά ριζωμένες αναμετρήσεις.) με εκτενέστερα ποιήματα αφηγηματικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και αφιερωματικά ( στον Χρ. Μπράβο, στους νοσηλευτές), όπως και σπονδυλωτά ( Απώλειες Α΄, Β’, Γ’).
Κι αν στις προηγούμενες συλλογές κυριαρχούσαν τα μοτίβα της νοσταλγίας, της μνήμης, της ομίχλης και της σιωπής, στην παρούσα επανέρχεται το μοτίβο της μνήμης και προστίθεται αυτό του σπιτιού:
… συστατικό ζωής η μνήμη.
Χορογραφία μνήμης…
Χορτάριασαν οι μνήμες με τα χρόνια.
Το σπίτι σιωπά…
Το ονόμασαν σπίτι/ τους ονόμασε μνήμη.
Κάθε βράδυ μετρώ που αδειάζει το σπίτι…
Ειδοποιός διαφορά με τις προηγούμενες συλλογές και διεύρυνση του ποιητικού πεδίου, αποτελεί η απεικόνιση εικαστικών έργων ( ζωγραφικών και γλυπτών), που βρίσκονται σε νοηματική σύμπλευση με το ποίημα. Μέσω δηλαδή του συμφυρμού οπτικής και λεκτικής αφήγησης, επιτυγχάνεται η μέγιστη συναισθηματική και συγκινησιακή φόρτιση του θεατή-αναγνώστη.
Διακαλλιτεχνικότητα, ώσμωση και συνδημιουργία λόγου και εικόνας, αποτελούν τους βασικούς αρμούς της συλλογής. Ζευγάρι στη ζωή και την τέχνη, η Μαρία και ο Τζίμυς, με λέξεις, στίχους, εικαστικά έργα, συναισθήματα, μνήμες και βιώματα, έχτισαν το δικό τους σπίτι, ένα καταφύγιο απανεμιάς.
Γιώργος Διαμάντης