Τώρα
Ἀτελὴς νεκρὸς
μὲ τὴ στερνὴ ἀνάσα τοῦ φιλιοῦ σου
στήν ξένη ἔρημο τῆς ζωῆς
στάζω κρασὶ πάλι
ρημάζω
στὶς λέξεις γαντζώνομαι
λεηλατῶ τὴ μαύρη χίμαιρα τῆς αὐτοχειρίας
στὸ πιὸ θολὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὴν ἐξωθῶ
πρὶν ματώσω κι ἄλλο πρὶν ἀφεθῶ
Τὰ ἄδεια μάτια μου τώρα ἀπέραντα μοιάζουν
μὴ ρωτᾶς κρυμμένη στὸ μυαλὸ μου τὸ μικρὸ μαχαίρι μου φέγγεις
ἡ ἀνασεμιὰ σου βάνει φωτιὰ τὴ μονιά μου
τὸ μαξιλάρι μου γρανίτης ἄχαρος αἰχμηρὸς πῶς νὰ γείρω
μὲ πλοῦτο ἀμύθητο τὸ ἄδειο ταβάνι μέ ἄδεια νεκρά μάτια
δέν μπορῶ ἄλλο ἕνα τέτοιο ἔνδοξο πεπρωμένο
κρυώνω καὶ ζητῶ καταφύγιό σου ποῦ νά σέ βρῶ
ξερόκλαδα τὰ στερνὰ ἀγγίματά σου
τὰ μαζεύω ἀπὸ ὅλες τὶς πτυχὲς μου
Ἐκεῖ βαθιὰ στὸ στέρνο μου σκίζεται κάτι
ἐκεῖ ὅ,τι ζήσαμε δεματιασμένα μὲ προφύλαξη κρατῶ
ὅταν ἡ θλίψη ξεπερνᾶ τὴν κορύφωσή της
σέ συλλαβίζει ἡ καρδιὰ ἀτελείωτα
πρὸς βοήθεια σπεύδει
Χαμόγελο ἀχνοφαίνεται στὰ χείλη τότε
κι ὕστερα πάλι
ἀδειάζει τὸ πρόσωπό μου ἀπὸ φῶς
πόθοι κλείνουν ἠχηρὰ τὴν πόρτα
Ἄχ Τὰ βρεγμένα μάτια μου
Ἄδεια μάτια δακρυσμένα ἀκόμα
τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ μας
ἀπέραντα μάτια μέ τά κατάλοιπα τοῦ ἡλιοβασιλέματος
σὲ μιὰν ἀπόκοσμη μελαγχολία βουτηγμένα
ἄχ
οἱ στῖχοι μου
ἀπότιστα τριαντάφυλλα στά χείλη μαραίνονται
σὲ μιὰν μεταμφιεσμένη δειλία ζωῆς
κι ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκει ἄλλα δάκρυα γιὰ νά σέ
θρηνεῖ
Ξεδιψᾶ στή γραφὴ μου μόνη
Γιάννης Μασμανίδης