Δὲν πενθῶ
μέσα σὲ γάζες κυματιστὲς
τοῦ ὀνείρου μας ἐκείνου ζῶ
Στὴν γαλάζια ἐρημία μὲ βλέμμα ἄτρεμο
τὴν τρυφερότητά σου ἀντιτάσσω
ριγῶ
εὐλογώντας τὰ χείλη μου
ποὺ ἔνιωσαν ἄγγιξαν ξεδίψασαν
τὰ μάτια μου ποὺ μέ διαποτισμένη χαρὰ
μὲ γαλήνια ἔκσταση εἰσχωροῦσαν στὰ δικὰ σου
Ἄγγιζαν
τὰ στήθη τὰ μέλη σου τὴν ψυχὴ σου
ξεμαντάλωσαν τὶς κλειστὲς πόρτες
καὶ φῶς χύθηκες βαθιὰ μου
ἡ ψυχὴ μου
ἀθόρυβα ἁβρὰ φτερουγίζει παραδομένη σὲ μοναδικὴ μέθη
μέθη νηφάλια τρυφερότητας ποὺ προσφέρεις
Ἀκόμη καὶ τώρα ὅ,τι ἔμεινε μαζεύω ἀκομμάτιαστο γνώριμο ἀληθινὸ
Ποτὲ
δὲν θὰ ἐπουλώσω τὶς ραγισματιὲς τῆς μνήμης
νά εἰσχωρεῖς ἀθόρυβα ὅταν διψῶ
μὲ τὴ σιγὴ σου νὰ μιλᾶς φεγγοβολώντας τὰ σκοτάδια μου
Σὲ τόσα δῶρα σου ἀτίμητα καθὼς διαμάντια ἀστραφτερά
σὲ τόση ἁπτὴ ἀπεραντοσύνη σκύβω βουβὸς ἀπὸ χαρὰ στό λιγόχρονο τώρα μου
προστάζει ὁ χρόνος μὰ κι ὁ θάνατος ἀντάμα ὅμως ἡ ἀνία θάνατος εἶναι καὶ τὴν πολεμᾶς
ἀνθίζεις χαμόγελο στίς μακρόχρονες βαθιὲς λύπες μου
Δὲν πενθῶ
Ἡ νύχτα σπαρμένη μὲ μαρμαίροντα ἀστέρια καὶ σὺ πουθενά
μὰ ἀπὸ παντοῦ μοῦ χαμογελᾶς
μέ ἕναν ἀπερίγραπτο πλουτισμὸ φιλοδωρεῖς τὴν ψυχὴ μου
συντηρεῖς μέσα μου τὸ ἀπερίγραπτο τῆς φωταύγειάς σου
ἀπὸ ἀνάσα σέ ἀνάσα μὲ τὴν ἀνάσα σου
μὲ τό μεγάλο συναίσθημα τοῦ ὁδοιπόρου πού ’χασε τὸ δρόμο του
μέσα στὸ ἀδιαπέραστο δάσος τῆς νύχτας
δέν φοβοῦμαι τὸ θάνατο καὶ μαζί του τὸ μαζὺ μας ἀναζητῶ
Δὲν πενθῶ
Κρατῶ καλά τὸ φτερούγισμα ἐκείνων τῶν στιγμῶν
Πεταλούδα
πλεγμένη ἀπὸ χιλιάδες ἀράχνες
βομβῶ ἀτελείωτα σὲ μιὰν κατά δικὴ μας μοναξιὰ
τὴν τελευταία πνοὴ νὰ ἐκπληρώσω στὴν ὀλισθηρότητα τοῦ ἀπελπισμοῦ μου
Δὲν ἔχω ποῦ νά πάω
σὲ σένα μόνο ἔρχομαι κι ἄν δὲν εἶσαι
πεισματικὰ φωνάζω πώς εἶσαι
ἡ λογικὴ δὲν εἶναι ἀληθινὴ μιὰ γριὰ ἀτημέλητη εἶναι
Δὲν πενθῶ τὴν πολεμῶ
σὰν ὁλάνθιστα νούφαρα στὰ χείλη σου
ταξιδεύω
ἀπὸ προηγούμενες χαρακιὲς γόνιμος
Δὲν πενθῶ
τὴν προσδοκία σου χαμογελῶ
ἀπὸ τὸν τελευταῖο βράχο συναισθήματος
στὸ χεῖλος τοῦ βάραθρου
ἔχω ἁρπαχτεῖ
γιατί ἀργεῖς
Νά σὲ λίγο ἴσαμε τὴ μοναξιὰ μου
νυχτώνει
Γιάννης Μασμανίδης