Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Ο Σεπτέμβρης λέγεται και τρυγητής, επειδή κατά το μήνα αυτόν γίνεται ο τρύγος των σταφυλιών. Να γιατί οι λάτρεις της οινοποσίας δεν λένε καλό φθινόπωρο, αλλά καλά κρασιά! Πρώτος και καλύτερος ο παππούς Βαγγελάρας!
Τόσοι οι φορείς του κορονοϊού. Τόσοι οι διασωληνωμένοι. Και τόσοι οι νεκροί. Αυτά λένε στα δελτία ειδήσεων και με το δελτίο για να μην πανικοβληθεί ο κόσμος. Στο χωριό του παππού Βαγγελάρα όμως μόνο ένας είναι διασωληνωμένος. Ο ίδιος!…
Μη βιάζεστε. Θα σας λύσω την απορία. Λένε πως ο παππούς είναι διασωληνωμένος με ένα μπουκάλι ρακής. Συγκεκριμένα με κάποιο αυτοσχέδιο λάστιχο, ώστε να πίνει και κατά την ώρα του ύπνου!
Πόσο να άντεχε το συκώτι του, πίνοντας για πρωινό λευκή ρακί και για μεσημεριανό κόκκινο κρασί! Και μάλιστα στην όγδοη δεκαετία! Κι αφού τα προβλήματα υγείας δεν διορθωνότανε πλέον με ξεματιάσματα, κατέφυγε στο νοσοκομείο για πρώτη του φορά για εξετάσεις αίματος.
Τα αποτελέσματα είχαν το χρώμα του αίματος και του κόκκινου κρασιού. Όλα κόκκινα! Κι όπως ήταν φυσικό, του είπανε να κόψει το αλκοόλ. Εάν όμως του λέγανε να κόψει το σβέρκο, ούτε που θα δυσανασχετούσε. Το αλκοόλ ήταν ακριβότερο κι από την ίδια του τη ζωή. Οπότε στράφηκε στους ιδιωτικούς γιατρούς. Κι αφού εκεί θα πλήρωνε, είχε απαιτήσεις για κάποια ανοχή στο αγαπημένο του πάθος!
Ο πρώτος γιατρός να τι του είπε:
«Παππού! Εάν θέλεις να ζήσεις, θα κόψεις το ποτό αμέσως! Θα πίνεις μόνο χυμούς!».
«Από τα ντιπ γιατρέ θα του κόψου; Ούτι σταγόνα!»
«Ούτε σταγόνα! Κατάλαβες; Εκτός κι αν θέλεις να πεθάνεις!».
«Κι τι γραφ’ς αυτού τώρα; Να πάρου κι φάρμακα;»
«Όχι! Την απόδειξη να πάρω εγώ την επίσκεψη!».
«Κράτα την! Δεν την θέλου! Μι είπεις τ’ν καλή κουβέντα κι θέλ’ς κι παράδις!…».
Τα ίδια και στον δεύτερο γιατρό.
Ο τρίτος γιατρός όμως ήταν πιο συγκαταβατικός. Να τι του είπε:
«Παππού! Όταν λέμε θα κόψεις το ποτό, δεν εννοούμε και μαχαίρι!… Εάν προκύψει κάποιος αρραβώνας, γάμος, γενέθλια, ή γιορτή κάποιων παιδιών ή εγγονών, θα πιείς ένα ποτήρι κρασί για τις ευχές! Τι στην οργή!».
«Κι άμα πιώ δυο ποτήρια;».
«Άντε και δυο! Εδώ θα τα χαλάσουμε!».
«Μπράβο γιατρέ! Εσύ είσαι πολύ καλός γιατρός. Τι σι χρουστάου για τ’ν καλή τ’ν κουβέντα;».
«Για σένα, τρία τάλιρα παππού!».
«Άιντι! άιντι! Του πήρις κι απάνους ιπειδής σι είπα καλό γιατρό! Ούλοι έχτι τ’ν ίδια ειδικότητα! Είστι παραδουλόγοι! Τσάκου ένα κουσάρκου κι πουλύ είνι!…».
.
Κάποια μέρα η νύφη του η Πανάγιω είχε φάει τον τόπο για να βρει το θεραπευτικό στοματικό διάλυμα. Μέχρι που αναγκάστηκε να ρωτήσει τον πεθερό της:
«Πατέρα; Μήπως είδες το φάρμακο που παίρνω για τα δόντια;».
«Τι χρώμα είχι;».
«Κόκκινο και σε άσπρο μπουκάλι!».
«Σαν κρασί; Κι δεν ήταν χυμός!».
«Πες το κι έτσι! Το είδες πουθενά;»
«Τούπχα!… Κι ας μη μ’ άρισι!».
Όλα καλά! Τι καλά; Έλα όμως που τα ευχάριστα γεγονότα δεν έρχονται την επομένη! Οπότε ο παππούς Βαγγελάρας επινόησε ένα ευχάριστο γεγονός. Μια αγοραπωλησία! Και απευθυνόμενος στη μπάμπω του της είπε:
«Μπάμπου! Σι πλάου του γουμάρ! Θα του πάρ’ ς;».
«Ντε… τι πούλ’μα θα μι του κάμ’ς!».
«Άμα δεν του πα’ρς θα του σκουτώσου!»
«Κι πόσου του π’λας;».
«Τζιάμπα!…».
«Καλά! θα του πάρου άμα είνι έτσ!… Κρίμα!».
«Άιντι! Χαηρλήθκα μπάμπου κι σι καλή μιριά!».
«Σι ποια μιριά! Στ’ αχούρ δεν θα του βάλου πάλι…».
«Όπ’ θελ’ς βάλτου! Θ’κος είνι τώρα! Σι μένα φέρι μόγκι τ’ν κανάτα μι του κρασί να του γιουρτάσουμι!».
Πέρασαν αρκετές μέρες κι ακόμα να φανεί ένα άλλο ευχάριστο γεγονός. Το συκώτι εντωμεταξύ είχε στεγνώσει και ήθελε βρέξιμο! Τα στερητικά τού δημιούργησαν και ένα είδος πάρκινσον. Τρέμανε τα χέρια του. Οπότε κατέφυγε και πάλι στην πώληση:
«Μπάμπου! Τι του θε’λς ισύ του γουμάρ; Σάματις θα πας στου μύλου! Δε μι του πλάς λιέου ιγώ;».
«Πάρ’του πάλι σαν του θελ’ς».
«Άιντι! Να μι ζήσ’! Χαηρλήθκα! Φέρ’ τ’ν κανάτα μι του κρασί να το γιουρτάσουμι!».
Μετά από κάποιες ακόμα αγοραπωλησίες το γομάρι έζησε, αλλά όχι κι ο παππούς. Σε τρεις μέρες εγκατέλειψε τον απάνω κόσμο.
Κατά την τελευταία επίσκεψη του παππού Βαγγελάρα στον καλό γιατρό, ζητούσε και τα ρέστα για την επιδείνωση της υγείας του λέγοντας;
«Ισύ φτεγ’ς γιατρέ! Είπις να πίνου μόγκι χυμό! Αυτό έκαμα κι ιγώ, αλλά χειρότιρα!».
«Για πες μου! Τι χυμούς έπινες ακριβώς; Πορτοκάλι, βύσινο, ροδάκινο, μπανάνα! Τι από όλους αυτούς;».
«Χυμό απου σταφύλια ήπινα!».
«Τίποτα άλλο;»
«Α! Ακόμα κι του φάρμακου τσ’ Πανάγιους ήπχα κατά λάθουν! Αυτό που πλιεν τα δόντια, κι μι μάλουσι! Δεν π’στεύου να χαλιέβς κι άλλις παράδις!».
«Το ίδιο με σέαν είχε πάθει και κάποιος φίλος μου και έζησε πάνω από τρεις μέρες!».
«Τόσου πουλύ ά… Γεια σου γιατρέ, κι άμα μι ξαναγιδείς να μι γράψεις!».
Πώς να τον έβλεπε, κατά την εκφορά στο κοιμητήρι, αφού ήταν μέσα στο κουτί…
Το φοβερό ευτράπελο συντελέστηκε στο τριήμερο μνημόσυνο του παππού. Να τι είπε κάποιος στον παππά: Νένη! λιγότερο κρασί στον τάφο, γιατί θα πάει μεθυσμένος και στον άλλο κόσμο!
Η τελευταία επιθυμία του παππού ήταν έγγραφη και ανάγλυφη, στο λευκό μάρμαρο του μνήματος, με μαύρα γράμματα, κι εκτελέστηκε κατά γράμμα. Για σπουδές μέχρι τη δευτέρα δημοτικού, και πάλι καλός ήταν:
«Κρασή μ’ σι πήνου για καλό
Κι ισύ μι κρους* στουν τήχου!»
Κρούω= χτυπώ.