Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Στα πέτρινα χρόνια δεν καίγαμε πέτρες για να ζεσταθούμε, αλλά ξύλα. Τη φροντίδα αυτή για τη θέρμανση στα σπίτια την είχαν οι πατεράδες. Κόβανε ξύλα από το δάσος και έτσι αντιμετωπίζανε το πρόβλημα της θέρμανσης.
Για τη θέρμανση των σχολείων την φροντίδα την είχαν αναλάβει οι μαθητές. Μαζί με τον τορβά για τσάντα, (και το κολατσιό για τους αδιάβαστους μαθητές) παίρνανε και ένα ξύλο παραμάσκαλα. Και μόλις φτάνανε στο σχολείο το ρίχνανε δεξιά ή αριστερά της εισόδου. Οπότε, μετά το τελευταίο ξύλο του αργοπορημένου μαθητή γινόταν ένας σωρός ικανός για την ημερήσια, ίσως και την νυχτερινή θέρμανση. Εκείνα τα χρόνια λειτουργούσαν και νυχτερινά σχολεία.
Η ρίψη των ξύλων θύμιζε την κατάθεση των όπλων του δημοκρατικού στρατού, με τη συμφωνία της Βάρκιζας. Μόνο που τα μικρά αυτά ανταρτόπουλα… δεν κλαίγανε από συγκίνηση, αλλά από πόνο. Πληρώνανε την αφηρημάδα τους να ξεχάσουν να φέρουν το ξύλο για τη θέρμανση. Αυτό το ξύλο, όμως, αν και δεν καιγότανε, πυρπολούσε τα μάγουλα και μεγάλωνε τα αυτιά των δύστυχων μαθητών από το τράβηγμα. Να γιατί τα αφτιά του Ζαραλή δεν είχαν μήκος ερπυσμού! Μοιάζανε με μπαλάκι του τένις κομμένο εγκάρσια!
Δεξιά από την είσοδο του σχολείου μας υπήρχε μια ένθετη μαρμάρινη πλάκα με την παρακάτω επιγραφή:
«Ανηγέρθη υπό βασιλέως Παύλου του Α’ εν έτει 1952»
Ντρέπομαι να αναφέρω σε ποια ηλικία διαπίστωσα πως ο βασιλιάς Παύλος δεν ήταν οικοδόμος!
Δύσκολα χρόνια. Έπεφτε πάρα πολύ ξύλο από γονείς, αγροφύλακες, χωροφύλακες και δασκάλους. Ακόμα και οι βέργες, παρότι κρανίσιες, έσπαζαν, χτυπώντας βάρβαρα τα αβιταμινωμένα χεράκια των μαθητών. Σήμερα οι όροι αντιστράφηκαν. Ανήλικα παιδιά σχηματίζουν συμμορίες και δέρνουν ακόμα και αστυνομικούς! Να η εξαίρεση:
Στη δεκαετία του ’50 μόνο ένα παιδί είχε το θράσος να χτυπηθεί με το δάσκαλο, σαν ίσος προς ίσον. Ο Μίμης Σιούμπουρας. Πολύ ζωηρό παιδί! Δεν υπήρχε μέρα που να μην κάνει κάποια αταξία. Ακόμα και να ρίξει μελάνι στο τραπέζι του δάσκαλου. Ο δάσκαλος, αν και ήταν σίγουρος πως τη ζημιά αυτή την είχε κάνει ο Μίμης, ρωτούσε την τάξη:
«Ποιος λέρωσε την καρέκλα; Ακούω! Κανείς ε! Θα σας τακτοποιήσω εγώ!».
Ποιος τολμούσε να καρφώσει το Μίμη!
Να και η τακτοποίηση-τιμωρία. Μας κλείδωσε μέσα στην τάξη και έφυγε. Προφανώς θα μας ελευθέρωνε το βράδυ. Όταν ερχότανε οι νυχτερινοί μαθητές. Να γιατί λέγεται συνήθως: Νύχτα τα έμαθες τα γράμματα;
Όλα τα παιδιά ήμασταν θεονήστικα. Μήπως είχαμε φάει κάποιο χορταστικό πρωινό! Η διαμαρτυρία ξεκίνησε από τα γουργουρητά του στομάχου. Οπότε ο Μίμης, ως υπεύθυνος για την άδικη τιμωρία μας, και δίκαιη για τον ίδιο, σκέφτηκε να αναλάβει τη σίτισή μας. Έβγαλε μια πλάκα τζάμι από το παράθυρο και την κοπάνησε.
Η μάνα του Μίμη περίμενε μέχρι να καλοψηθεί η πίτα, για αν την πάει στους εργάτες που σκάβανε το αμπέλι τους. Να και η συχνή υπενθύμιση της γειτόνισσας:
«Άντε τώρα κυρά Γιώργαινα! Βγάλε την πίτα! Ξελιγώθηκαν οι εργάτες! Πότε θα πας στο αμπέλι!».
«Να στραγγίσει λίγο ακόμα και θα τη βγάλω»
Το ψήσιμο γινότανε στην αυλή. Κι όταν η κυρά Γιώργαινα σήκωσε τη γάστρα, τι να δει! Από κάτω ήταν μόνο η πυροστιά! Πίτα γιοκ!
Έγινε χαμός! Ξεσήκωσε την γειτονιά! Ακόμα και με τον αγροφύλακα τα έβαλε, και παραλίγο να τον δείρει, τόσο αδύνατος που ήταν! Να και η απολογία του δραγάτη:
«Εγώ κυρά Γιώργαινα δεν είμαι για τις κλοπές της πίτας, αλλά μόνο των φρούτων! Ο Μίμης θα την πήρε. Ποιος άλλος!».
«Σκάσε γιατί θα σε βουτήξω! Όλα τα ζαράλια ο δικός μου ο Μίμης τα κάνει! Το παιδί είναι φυλακή στο σχολείο! Δεν άκουσες που τα κλείδωσε ο δάσκαλος και έφυγε;».
«Τι έκανε πάλι και τον τιμώρησε ο δάσκαλος».
«Να σε καμωθεί! Όλη την τάξη φυλάκισε σου είπα!…»
Το βράδυ, όταν ο δάσκαλος ξεκλείδωσε την αίθουσα κανένα παιδί δεν ήταν νηστικό! Κι ο Μίμης, αντί να κρύψει το καρό τραπεζομάντηλο, με το οποίο είχε τυλιγμένο την πίτα όταν την πήρε από τη γάστρα, το είχε κάνει μαντήλι! Ίδιος ο Γιασέρ Αραφάτ!
Μόλις τον είδε η μάνα του, έκανε πως δεν τον βλέπει μέχρι να την πλησιάσει. Και μόλις πλησίασε, τον βούτηξε και έφαγε της χρονιάς!
Επισκέφτηκα το συγχωρημένο ξάδερφό μου Μίμη στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ για να τον δω και να τον παρηγορήσω. Δεν θα τον ξανάβλεπα ζωντανό και το γνώριζε! Η χαρά του δεν περιγράφεται. Μόλις με είδε φώναξε κάποια γιατρό. Νόμισα πως θα με σύστηνε. Κι αυτός της αφηγήθηκε την κλοπή της πίτας, με κάθε λεπτομέρεια!
Να και η σύσταση:
«Κυρία! Ο Βαγγέλης ο Μπάκας είναι ξάδερφος, συμμαθητής στο δημοτικό σχολείο, συγγραφέας, και στο βιβλίο του «Η μυρουδιά της βρομοξυλιάς» περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και την κλοπή της πίτας!».
Τα είπαμε για αρκετή ώρα. Η κουβέντα μας περιστρέφοντας όπως πάντα στα παιδικά μας χρόνια. Τότε που απαλλαχθήκαμε από το δάσκαλο και μας περίλαβε ο δραγάτης!
Τον φίλησα, τον αποχαιρέτησα, και πριν αποχωρήσω από το νοσοκομείο, πέρασα από το γραφείο της γιατρού για μια πληρέστερη ενημέρωση! Η αλήθεια ήταν θανάσιμη!
Να γιατί δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ τον δικό μας Ζορμπά!
Υ.Γ Για όσους είναι αδύνατη η προμήθεια πετρελαίου, αερίου κοπανιστού, ακόμα και καυσόξυλων, υπάρχει λύση: Διαθέτω βελέντζες σε προσιτή τιμή. Τυχαίο που το τελευταίο μου ανέκδοτο μυθιστόρημα έχει τίτλο: “Η προίκα”