Μέσα σὲ μεθυσμένη σύγχυση
ἀνάμεσα στὶς λέξεις καὶ τὴν πραγματικότητα
Σὲ ποιητικὲς ἀβύσσους ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα πνευματικὴ παράλυση
σὲ διεστραμμένο εἶδος σκληρότητας διακοσμημένο μὲ μάσκες
προμάχος τῶν ἡττημένων καὶ τῶν μὲ ψαλιδισμένα φτερὰ
διαγράφω κύκλους δίχως χρόνο νά βρῶ νὰ ἐκραγῶ
Σὲ πηχτὸ κατράμι βαλτωμένος
ἀπὸ ὕφαλους περιπλεγμένος κατάφυτους
σὲ θάλασσα ἀνθρώπων τρικυμισμένη
Ἀπὸ τὶς ὄχθες τῆς ψυχῆς μου
ξεχειλίζω
τὸ πεπρωμένο ἴσως στὸν πυθμένα νὰ μὲ ἔχει ἐκσφενδονίσει
ἤ ἠθελημμένα νὰ τὸν ἐπιζητῶ γιὰ σωτηρία
Εἶναι ὅλα τόσο μικρὰ
τόσο μικρὰ ὅλα γύρω
πιόνια γιὰ κατασκευασμένες μηχανὲς
ἀχαλίνωτης ὑλικῆς ὑπόστασης
δὲν μοῦ περισσεύει χρόνος
γιὰ τέτοιες ἀσημαντότητες
Συμπιεσμένος
σὲ μιὰ μικρὴ λέξη-κηλίδα
ζωὴ
σὰν μικρὸς μικρὸς κόκκος στὰ θέλω σου
θέλω
τοὺς μῦς τοῦ κορμιοῦ καὶ τὶς πτυχώσεις τῆς ψυχῆς μου
νὰ πλημμυρίζεις
Σὲ πηχτὸ κατράμι
ὁ χρόνος μου ξεψυχάει
ἐνόσω ἀντιμάχομαι σθεναρὰ
στὴ θέση τῆς καρδιᾶς δίπλα ἐκεῖ
ὡραιόφυλλο σὲ φυτεύω
Εὖ
ὁ ἀναχωματισμὸς μου ποτὲ
νὰ μὴν
συντελεστεῖ
Γιάννης Μασμανίδης