μεθυσμένος
στὸ κατώφλι ἑνὸς πάλι δῆθεν
ἀνόθευτου ἄσπιλου εἴδους εὐτυχίας
στὸ κεντρὶ τοῦ ἀδίσταχτου πόθου σου ἀκόμη
τριγυρίζω
μεθυσμένο λιωμένο ἔντομο κι ὅμως
ἡ ἡλικία τῆς ψυχῆς μου στὴ λογικὴ τῶν ΠΡΕΠΕΙ
ἀντιτάσσεται
μὲ ἄνθη εὐωδιαστὰ ” μολύνει”τὸ ἀδοκίμαστο
ἐρωτικὸ ρίγος τῆς ζωῆς
Μὲ μιὰν μεθυσμένη ἀνάμνηση
φεύγοντας
τὰ σεντόνια ἄφησες ἀτακτοποίητα
διευκολύνοντας τὸν δήμιο χρόνο
δὲς οἱ πικραλίδες ὄντως ὄρθωσαν ὅλο σφρίγος
τὸ κεφάλι τους μὲ ἔπαρση
σκάβουν χῶμα μπήγουν στύλο
Τί νὰ κάνω
Μὲ βαριοπούλα μὲ σφυροκοποῦν ἀσταμάτητα
τὰ εἰωθότα τῶν καιρῶν
γιὰ τὸ ποιὸς θὰ βρεῖ τίς κατάλληλες πέτρες
γιὰ λιθοβολισμὸ ψάχνουν
ποιὸς νὰ δώσει τὸ σφυρὶ ἤ τὰ καρφιὰ
ζῶ
ζοῦμε στιγμὲς θλιβερές τῆς ἀφαιμάξεως τῶν σημασιῶν
οἱ δειλοὶ ὅμως
ὑπομένουν τὰ πάντα
αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια
δειλὸς κι ἀνήμπορος
κι ἐγώ
μεθυσμένος
τὰ λουλούδια μου στὸ βάζο
σὰν τὰ πάθη μου
ἀνανεώνω
αὐτὸ μπορῶ νὰ κάνω μόνο
κι εἶναι γιὰ μένα ἀκριβὸ
Γιάννης Μασμανίδης